γερονταφίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερονταφίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γερονταφίνω πολλαχ. γιρουνταφίνου βόρ. ἰδιώμ. γεροdαφίνω Μέγαρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Γέρμ. Μάν.) γερανταφίνω Πελοπν. (Βραχν.) γιρουνταφίνου Στερελλ. γεροντοταφίνω Πελοπν. (Γορτυν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τοῦ ρ. ἀφίνω. Ὁ τύπ. γερανταφίνω κατὰ προληπτικὴν ἀφομοίωσιν. Εἰς τὸν τύπ. γεροντοταφίνω τὸ β᾽ συνθ. ἐκ τῆς φρ. τὸ ἀφίνω > τ᾽ ἀφίνω > ταφίνω.

Σημασιολογία

Ἀφίνω, ἐγκαταλείπω κατὰ τὸ γῆρας πολλαχ.: Παροιμ. Ὅταν μικρομάθῃ, δέν γεροdαφίνει (αἱ κακαὶ ἕξεις τῆς νεότητος διατηροῦνται καὶ κατὰ τὸ γῆρας) Πελοπν. (Μεσσην.) Ὅποιος μικρομάθῃ δὲ γερονταφίνει (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) Ἀθῆν. Ἰόνιοι Νῆσ. Ἤπ. Πελοπν. (Κόριν. Λάστ. κ.ἀ.) Ὅ,τι μικρομάθαινε, δὲν τὰ γεροντάφινε (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γορτυν. Ὀλυμπ.) Ὅ,τι μικρομάθῃς, δὲν τὰ γερονταφίνεις (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γέρμ.) Ὁποὺ παιδιˬαρομάθῃ, δὲ γεροdαφίνει (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) Κεφαλλ. Ὅποιˬους μικρουμάθ᾽, δὲ γιρουνταφίν᾽ (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. Αἱ παροιμ. εἰς παραλλαγὰς κ.ἀ. Πβ. γεροντομαθαίνω, γεροντοξεχνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/