γεροντιˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντιˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροντιˬαίνω ἀμάρτ. γιρουντιˬαίνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γεροντιˬὰ κατὰ τὰ λοιπὰ ρ. εἰς –αίνω.
Σημασιολογία
1) Γεροντιάζω 2α, ἔνθ᾽ καὶ συνών., βλ.: Ὅσουμ πάει κὶ γιρουντιˬαί᾽ αὐτείν᾽ ἡ ᾽ναῖκα. Συνών. 2) Γεροντιˬάζω 2δ, ὃ βλ.: Τοὺ κλαρὶ αὐτὸ γιρουντιˬαί᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA