γεροπόντικας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροπόντικας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροπόντικας ὁ, Πελοπν. (Ἄργ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. πόντικας.
Σημασιολογία
Μῦς γηραλέος καὶ πολύπειρος: Ἑτοιμαστήκανε τὰ ποντίκιˬα νὰ βγοῦν ὄξω, μὰ τὰ μπόδισε ἕνας γεροπόντικας... Γυρίζει πίσω ὁ γεροπόντικας καὶ λέει: τρυπῶστε πιˬὸ βαθιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA