γέφυρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέφυρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γέφυρα ἡ, λογ κοιν. καὶ δημῶδ. κοιν. καὶ Πόντ. γέφ᾽ρα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. gέφυρα Θεσσ. Μακεδ. (Γήλοφ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Σιάτ. κ.ἀ.) γιόφυρα Προπ. (Μαρμαρ.) Στερελλ. (Παρνασσ. κ.ἀ.) διˬόφυρα Ἤπ. ᾽όφυρα Προπ. (Μαρμαρ.) Κεφαλλ. γέφυρας ὁ, Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ούσ. γέφυρα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐπίπεδον ἤ τοξοειδὲς κατασκεύασμα, ξύλινον ἤ λίθινον, ὑπεράνω ποταμῶν, λιμνῶν, χαραδρῶν κλπ., συνδέον τὰς δύο ὄχθας καὶ χρησιμεῦον πρὸς διάβασιν ἀνθρώπων, ζῴων ἤ ὀχημάτων ἔνθ᾽ ἀν.: Φτάσαμε ᾽ς τὴ γέφυρα κοιν. Νὰ παρς τοὺ ρέμαρεμα ὥσπου νὰ βρῇς τ᾽ γέφ᾽ρα Στερελλ. (Δαν..). Εἴχανε γιˬόφυρα ἐκεῖ καὶ περνούσανε Προπ. (Μαρμαρ.) Τσαμαὶ ᾽ς τὴν γιˬοφύραν πὄν᾽ ὁ ποτὰμὸ; εἶεν μιˬὰν γεναῖκα Κύπρ. || Αἴνιγμ. Κατ᾽ ἀποὺ μιˬὰ γέφυρα εἶναι φκε͜ιασμένα σπίτιˬα (τὸ στόμα καὶ τὰ δόντια) Θρᾴκ. (Σουφλ.) || ᾌσμ. Ἄρ᾽ ἔχτισα τὴν φωλέαν μου ᾽ς σῆ γέφυρας τὸ σκοῦλος (σκοῦλος = τὸ σκέλος, ἑκατέρα τῶν βάσεων τῆς γεφύρας) Πόντ. Κόρασον ἐτραγώδεινεν ἀφκὰ ᾽ς σὴν γεφυρώναν κιˬ ὁ γέφυρας ἑτρόμαξεν κιˬ ὁ ποταμὸν ἐστάθεν αὐτόθ. Gέφυρα θὲ νά στήσω σ᾽ ὅλα τὰ ρέματα, νὰ περάσ᾽ οῦ καπιτάνιους μὶ τὰ στρατέματα Σιάτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γέφυρα Κωνπλ. Μακεδ. (Ἀμφίπ. Κοζ.) Στερελλ. (Νεοχώρ.) Γέφυρα τοῦ ἅγιˬου Βλάση Μῆλ., Γέφυρα τοῦ Κάιζερ Κέρκ. (Γαστούρ.), Γέφυρα τῆς Κυρᾶς Πελοπν (Γορτυν.), Γέφυρα τῆς Παππαδιˬᾶς Στερελλ. (Φθιῶτ.), Γέφυρα τῆς Πλακας Ἤπ. (Ἄγναντ.), Γέφυρα Σμείξη Ἤπ., Μεγάλη Γέφυρα Μακεδ (Κοζ.), Τ᾽ Ρωμιοῦ ἡ Γιόφυρα Θρᾴκ. 2) Ὡς τεχνικὸς ὅρος, οἱονδήποτε τεχνητὸν κατασκεύασμα συνδέον, ἐν εἴδει γεφύρας ποταμοῦ, δύο τμήματα οἰκοδομῆς, ἐργοστασίου κλπ Ἀθῆν. κ.ἀ.: Μιτὰ ρίχνουμ᾽ τὶς γέφ᾽ρις, χουντρὰ ξύλα γιˬὰ νὰ διθοῦν τὰ τέσσ᾽ρα ντοβάριˬα μὶ τὶς γριντιˬὲς (= ξύλα τῆς στέγης τῶν οἰκιῶν) Μακεδ. (Καστορ.) 3) Ξύλινον ἐξάρτημα τοῦ χειρομύλου, τὸ ὁποῖον προσαρμόζεται εἰς τὴν κάτω ἐπιφάνειαν τῆς μυλόπετρας Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν. Τρίπ.) Συνών. γεφύρι 7. 4) Ὠς τεχνικὸς ὅρος τῆς ναυπηγικῆς, ἰκρίωμα ἐν εἴδει ἐξέδρας, ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ καταστρώματος πλοίου, χρησιμεῦον ὡς τόπος παραμονῆς τοῦ κυβερνήτου σύνηθ.:Μπὲς ᾽ς τὴ γέφυρα, γιˬατὶ βρέχει Ἄνδρ (Κόρθ.) 5) Ὡς ὅρος τῆς ὁδοντιατρικῆς, ὀδοντοστοιχία τεχνητῆ στηριζομένη ἐπὶ δύο ὀδόντων τῆς αὐτῆς σιαγόνος σύνηθ. Μοῦ πέσανε τὰ πισινὰ δόdιˬα τῆς κάτου μασελιᾶς μου κ᾽ ἐμείνανε μόνο οἱ φρονιμίτες καὶ μοῦ ᾽φκε͜ιασ᾽ ἡ δοdογιάτριˬσσα δυˬὸ γέφυρες καὶ bοράου καί τρώου λίγο ψωμὶ (φρονιμίτες = οἱ τελευταῖοι γομφίοι ὀδόντες) Πελοπν. (Γαργαλ.) 6) Ὡς γυμναστικὸς ὁρος ἢ ὅρος παιδιᾶς, στάσις κατὰ τὴν ὁποίαν λαμβάνων τις θέσιν ὑπτίαν καὶ προσπαθῶν νἀ στηριχθῆ μόνον ἐπὶ τῶν πελμάτων τῶν ποδῶν καὶ τῆς κεφαλῆς, ἀνορθοῖ ὅσον δύναται τὸ ὑπόλοιπον σῶμα εἰς τρόπον ὥστε νὰ λάβῃ τοῦτο σχῆμα τοξοειδὲς Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.: Γιˬὰ νὰ κάνῃς γέφυρα πρέπει νά ᾽χῃς γερὸ σβέρκο Ἀθῆν 7) Ὡς ὅρος τῆς ἐλευθέρας πάλης, στάσις τὴν ὁποίαν λαμβάνει ὁ ἀμυνόμενος παλαιστὴς διὰ νὰ ἀποφύγῃ τῆν κεφαλολαβῆν τοῦ ἀντιπάλου του Μακεδ. (Χαλκιδ.) 8) Ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Γαλαξίου, ἐκ τῆς ὁμοιότητός του μὲ τεραστίαν οὐράνιον γέφυραν Βιθυν. (Κίος) Συνών ἀχερίστρα, ἀχερόδρομος, δρόμος τῆς Παναγίας, Ἰορδάνης ποταμός, τοῦ κουμπάρου τ᾿ ἄχερα, τοῦ νουνοῦ τ᾽ ἄχερα, τοῦ παππᾶ τ᾽ ἄχερα, τῆς τρίχας τὸ γεφύρι. Β) Μεταφ., πᾶν τὸ χρησιμοποιούμενον ἢ χρησιμεῦον ὡς μέσον ἐπικοινωνίας ἢ ὠφελείας, ὑλικῆς ἢ πνευματικῆς λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. πολλαχ.: Ἡ Ρώμη ὑπῆρξεν ἡ γέφυρα διὰ τῆς ὁποίας μετεδόθη ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἰς τὴν Δύσιν λόγ. κοιν. Δὲν θὰ γίνω ἐγὼ γέφυρα γιὰ νὰ τὰ φτε͜ιάξῃς μὲ τὸν ἀδερφό σου Ἀθῆν. κ.ἀ. Τὸν ἔκαμε γέφυρα γιˬὰ νὰ μπῇ ᾽ς τὴ Βουλὴ Ἀθῆν κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/