γεφυριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεφυριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεφυριˬάζω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέφυρα ἢ γεφύρι.
Σημασιολογία
Κατασκευάζω γέφυραν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA