γιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γιˬὰ μόρ. παρακελευσμ (ΙΙ), κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων. ζιˬὰ Κρήτ. ᾿ιˬὰ Θεσσ. (Ἀργιθ. Κρανν Κρυόβρ.) Κάρπ. Κῶς Μακεδ (Ἄνω Κώμ. Βέρ. Δάφν Θεσσαλον. Καταφύγ. Κοζ. Χαλκιδ.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ᾽εˬὰ Θεσσ. ἄγιˬα Κύπρ. ἀιˬὰ Στερελλ. (Καρπεν.) ζὰ Φολέγ. ᾿ὰ Κύθν. Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. μορ. εἴα. Βλ. Κορ. Ἄτ. 1,295-296 καὶ Γ. Χατζιδ. εἰς Ἀθηνᾶν 1(1889), 334-335, 504 καὶ ΜΝΕ 2, 144 καὶ Γλωσσολ. Ἔρευν. 1,347.
Σημασιολογία
1) Δηλώνει προτροπὴν καὶ ἐκφέρεται μὲ προστ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων.: Γιˬὰ ἔλα ἐδῶ. Γιˬὰ σήκωσε τὸ τραπέζι ἀποδῶ. Γιˬὰ τραγούδησέ μας κοιν. Γιˬὰ ἀντισήκωσε τὰ στρίποδα τοῦ κρεββάτιˬοῦ, νὰ στρώσω ἀπουκάτου τὴν τάπητα Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ κάτσε κάτου τώρα Πελοπν. (Φιγάλ.) Γιˬὰ στάσου νὰ ἰδῶ Σκόπ. Γιˬὰ βάλι μὶ τοὺ νοῦ σ᾽ πῶς μιγάλουσαν αὐτὰ τὰ πιδιˬὰ μέσ᾽ ᾽ς τὴν ἀρφάνιˬα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Γιˬὰ ἄς πάω νὰ ᾽δῶ κ᾽ ἐγὼ Θήρ. Ἰὰ νὰ φύ᾽ς ἀπουδῶ Μακεδ. (Καταφύγ.) Γιˬὰ πέ μ᾽ ἀτο (= γιὰ πές μου το) Τραπ. Γιˬά ᾽λα νὰ πάρῃς τὴ gούπα νὰ πιῇς Κύθηρ. Μὲ μιὰ bέτρα ματσαρίστηκα χτὲς καὶ ᾽ιˬὰ ξάνοιε πῶς μαυρίζει ὁ δάχτυάς μου! (ματσαρίστηκα = κτυπήθηκα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Φρ. Ζὰ πήζαινε! (= φύγε) Φολέγ. Συνών. Φρ. τσακίσου, δίνε του || Παροιμ. Γιˬὰ νὰ φέξῃ καὶ νὰ δοῦμε (ἐπὶ ἀδήλου ἐκβάσεως τῶν πραγμάτων) Ι. Βενιζἐλ., Παροιμ.2 46,52. Γιˬὰ κι οῦ (τάδις) ἀπουπέρα | βράgα-βρούgα τὴ μαχαίρα (ἐπὶ ἀνθρώπου άτημελήτου) Ἤπ. (Ἰωάνν. || ᾌσμ. Γιˬὰ ᾽δὲς ἡ μοῖρα καθενῆς πῶς εἶναι μοιρασμένη, νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ σ᾽ ἄλλο νὰ πηγαίνῃ Πελοπν. (Καρυόπ.) Γιˬὰ ἰδέ ᾽τηνε τὴ bέρδικα | πῶς πορπατεῖ λεβέdικα! (πορπατεῖ = περπατεῖ) Κρήτ. Γιˬὰ ᾿δέτε τὴ bαλιόσκροφα λόγιˬα ποὺ μοῦ τὰ λέει! Ἄνδρ. Γιά ᾽βγα ψηλὰ ᾽ς τὸν ἁ᾽ ᾽Ελιˬά, ᾽ς τὸν ἁ᾽ ᾽Ελιˬὰ ᾽ς τὴ ράχη Πελοπν. (Βερεστ.) Γιατρέ, ποὺ γιˬάτρεψες πολλούς, γιˬὰ γιˬάτρεψε καὶ τοῦτον Κάρπ. Πιδιˬά, γιˬὰ κάτσιτι καλά, νὰ σᾶς τοὺ μουλουήσου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γιˬὰ ἔλα ἄς ἐλέπω σε κ᾽ ὕστερ᾽ ἂς ἀποθάνω Ποντ (Τραπ.) Ἡ σημ. καὶ. Βυζαντ. Πβ. Ἐρωτόκρ. Ε 804 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «Γιˬὰ ᾿δὲ κι ὅ,τι ᾽ναι γιˬὰ καλὸ ᾿ς τὸ λογισμό σου βάνε». β) Συνεκφερόμενον μετὰ τῶν προστ. ἰδὲ καὶ τήρα ἐπιτείνει τὴν ἔννοιαν τῆς φρ. ἢ ἐκφράζει ἐπιτίμησιν Κρήτ. (Ἀποκόρ. Ζερβιαν. Κίσ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κῶς (Καρδάμ Πυλ.) Μῆλ. Πάρ (Λεῦκ.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γαργαλ Δίβρ. Μελιγαλ Φιγάλ.) - Ι. Κονδυλάκ., Πρώτη ἀγάπ., 18: Γιˬάε, μωρέ, νὰ μὲ πῇ παλιάθρωπο! (γιˬάε = γιὰ ἰδὲ) Κρήτ. Γιˬάε ἄθρωπος! αὐτόθ. Γιˬάε, μωρ᾽, ἄdρες! (ἐπιτιμητικῶς: γιὰ κοίταξε ἄνδρες δειλοὺς καὶ ἀτόλμους) Ρέθυμν. Γιˬάε τὰ μοῦτρα σου ᾽ς τὸν καρφέτ-την (καθρέπτην) Καρδάμ. Γιˬάε τηνε κανύζει πάλι ἡ λάλη σου (κανύζει = καμμὺει, κλείνει τὰ μάτια γιὰ νὰ κοιμηθῇ· λάλη = ἡ γιαγιὰ) Κίσ. Γιˬάε μωρέ, ποὺ τὸ βασίλειό μου θὰ τὸ περιλάβῃ ἄλλος! Μῆλ. Γιˬά τ᾿ρα! (= γιὰ τὴρα) Φιγάλ. Γιˬά τ᾿ρα ᾽τονε ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πάρῃ τὰ πόδιˬα του καὶ θέλει καὶ παντρε͜ιὰ Γαργαλ. Γιˬά τ᾿ρα γιά τ᾿ρα ᾽το τί τοῦ ᾽φερε ἡ μάννα του! Δίβρ. Γιˬάρα! (= γιὰ κοίταξε) Βλαχοκερ. Μελιγαλ. Γιˬάρα, ρέ, τὸ παλιογάιδουρο! Πάει ᾽ς τὸ βράχο! Βλαχοκερ. Γιˬάε κλαίει καὶ δὲν ντρέπεται! Γιˬάε ἄντρας Ι. Κονδυλάκ., ἕνθ. ἀν || ᾎσμ, Ἀλύπητε, λυπήσου μου, σκύλλε, τὸ Θιˬὸ φοβήσου, γιˬάε τά καταστέματα πού ᾽χω γιˬὰ ὄνομή σου (καταστέματα = ἡ ἀθλία κατάστασις, τὸ κατάντημα· γιὰ ὄνομή σου = γιὰ χάρη σου) Κρήτ. γ) Δηλώνει ἀπειλὴν ἢ ἀποτροπὴν κοιν.: Γιˬὰ δεῖρε με καὶ θὰ τὰ ποῦμε. Γιˬὰ κάνε πὼς πληρώνεις καὶ θὰ δοῦμε κοιν. Γιˬὰ κάνε πὼς βαρεῖς τὸ παιδὶ καὶ δὲ θὰ ματαζυγώσῃς ᾿ς τὸ σπίτι μου Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιὰ κοίτα᾽ καλὰ Σκόπ. Γιˬὰ δεῖρε μι αὐτόθ. Ἰὰ πάαινε ἀπὸ ἐκεῖ (φεὺγα ἀποδῶ) Νάξ. (Φιλότ.) || Παροιμ. Γιˬὰ νὰ λείψουν τὰ νερά μου, | νὰ ἰδῶ τὰ λάχανά σου (Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκην τῆς βοηθείας τοῦ ἄλλου. Συνών. παροιμ Νὰ λείψουν τὰ πιπέριˬα μου, νὰ ἰδῶ τὴ μαγερε͜ιά σου) Κεφαλλ. 2) Ὡς μόρ. δεικτικὸν, ἰδού, νά, σύνηθ.: Γιˬά ᾽τος! Γιˬά ᾽τη! Γιˬά᾽το τὸ παιδί. Γιˬά ᾽τους! σύνηθ. Γιˬὰ ἰγώ! Θρᾴκ. (Αἶν.) Γιˬὰ ᾿σύ! Λέσβ. Γιˬὰ ἡ θάλασσα Λευκ. Γιˬά ᾽τους οὑ λαγός! Μακεδ. (Κοζ.) Γιˬά ᾽του γιˬά! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ποῦ ᾽ν τοὺ σπίτ᾽ σας; - Γιˬά ᾽του! Μακεδ. (Καστορ.) Ἰά ᾽τους ἔρχιτι. Κόσιψι νὰ τοὺν προυλάβ᾽ς (κόσιψι = τρέξε) Μακεδ. (Δάφν.) Γιˬά ᾽το τὸ τριτσόνι (= γρὺλλος) Ὀθων Γιˬά ᾽το τὸ παιδὶ τσῆ Τασούλης, ἔρχεται ᾽πὸ τὰ Νικολάτικα Ἐρεικ. Γιˬὰ ᾽τ᾽ ἀπό ρθιτι! (ἰδοὺ αὐτὴ ποὺ ἔρχεται) Θρᾴκ. Ἰά τοὺ πιδί! Θεσσ. (Ἀργιθ.) Γιˬά ᾽μι, ἦρθα Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γιˬὰ τί τραυᾶν οἱ μαννάδις ᾽ποὺ τὰ πιδιˬά! αὐτόθ. Ποῦ ᾽ν᾽ οὑ πατέρας σ᾿, μουρή; - Γιˬά ᾽᾽ τους! Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἰὰ τοὺ σφουντύ᾽ τ᾿ς μάννας! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κ᾿ ἐφώναζε: ὅρ᾽σε, ὅρ᾽σε, γιˬὰ ἔρχομαι (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. Ἐˬὰ ἡ Κώστας, ᾽εˬὰ ἡ μάννα, ᾿εˬά ᾽τους! Θεσσ. Γιˬά ᾽τ᾽, ἀφεντικό, τὰ ὕπουργα τά ᾽φιρα· γιˬά ᾽τ᾽ κ᾿ ἡ κλέφτρου ποὺ τά ᾽χι κλέψ᾽ (ὕπουργα = τὰ διάφορα γεωργικὰ ἐργαλεῖα· ἐκ διηγ.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Παροιμ. Κάλλιˬα γιˬά ᾽του παρὰ ποῦ ᾽ν᾽ του (καλύτερον νὰ ἔχωμεν κάτι παρὰ νὰ τὸ ἀναζητῶμεν) Μακεδ. (Σέρρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἰὰ τοὺ π᾽γάδ᾽, ᾽ιˬὰ κ᾽ ἡ κ᾽βᾶς! (προτροπὴ πρὸς ἀνθρώπους νωχελεῖς) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Κουdὴ ἡ νύφ᾽, γιˬὰ κιˬ οὑ μέτρους! (κάθε θεωρητικὴ ἀποψις πρέπει νὰ τεκμηριώνεται μὲ ἀποδείξεις) Μακεδ. (Σιάτ.) Ποῦ ᾽σι, γιˬέ μ᾽ ξινητιμένι; - Γιˬά ᾽μι, μάννα, πίσ᾽ ᾽ς τοὺ φοῦρνου! (διὰ πράγματα τὰ ὁποῖα θεωροῦμε χαμένα καὶ. ποὺ εἶναι κοντά μας) Μακεδ. (Ἐπανωμ.) || Ἄσμ. Δοῦλι μου, κιˬ ἂν ἀπόστασις, γιˬὰ οὑ γρίβας, καβαλλίκα! Μακεδ. Γιˬά ᾽τους κι αὐτὸς ὁπού ᾽ρχιτι ἀποὺ τοὺ καραούλι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Δέξι μι, διντρί, δέξι μι, κυπαρί᾽. - Γιˬὰ κ᾽ ἡ ρίζα μου κὶ δέσι τ᾽ ἄλουγό σου, γιˬά κ᾽ οἱ κλῶνοι μου κὶ πέσι κὶ κοιμήσου (μοιρολ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) || Ποιὴμ. Νὰ ὁ χάρος ὀμπρός του πετιˬέται, τὸ δρεπάνι κρατώντας ᾿ς τὸ χέρι μ᾽ ἄγριαν ὄψη καὶ σχῆμα τρομάρας. Γιὰ εἶμαι, γέρο, τοῦ λέγει, τί θέλεις; Ι. Βηλαρ., Ποιήμ., 96 Μὲ ἕνα λόγο παντοῦ τρεχάτος καὶ πάντα γιˬά ᾽τος! αὐτόθ., 173. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Κατζοῦρμπ. Δ 201 (ἔκδ. Λ. Πολίτ σ. 62) «Γιˬά τονε τὸ Βιρτζίλιο; - ψόματα ᾽ς τὸ λαιμό σου!»
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA