γιˬάτρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬάτρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬάτρεμα τό, πολλαχ. γιˬάτρεμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) γιˬάτριμα βόρ. ἰδιώμ. δτρεμα Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γιˬάτρευμα, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. Δουκ. εἰς λ. θαραπαμός.
Σημασιολογία
Γιˬατρειὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA