γιˬατρικουλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρικουλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

γιˬατρικουλάκι τό, Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬατρικούλι.

Σημασιολογία

Θωπευτ., ἀποτελεσματικὸν φάρμακον ἔνθ’ ἄν.: Ἀνακαλύψανε, λέει, ἕνα γιˬατρικουλάκι, ἀποὺ θὰ ξαναγίνουνται νέοι οὕλοι οἱ γιˬ-ἀθρῶποι. Κρήτ. Ἐκακοσύνεψ’ ἡ πληγὴ καὶ πρέπει νὰ τσῆ βάλωμε πρᾶμα γιˬατρικουλάκι (ἐκακοσύνεψε = ἐχειροτέρευσε, πρᾶμα = κάποιο) Ἅγιος Γεώργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/