γιγαντώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιγαντώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιγαντώνω λόγ. πολλαχ. καὶ δημῶδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίγαντας.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ γίγαντα, μέγαν καθ᾿ ὑπερβολήν πολλαχ.: Τὸ νερὸ γιγαντώνει τὰ δέντρα Ἀθῆν Μὲ τὸ νερὸ καὶ τὰ λιπάσματα τοῦ κήπου γιγαντώθηκε τὸ κυπαρίσσι αὐτόθ. 2) Μεταφ., ἐνδυναμῶ, ἐνισχὺω τινὰ ψυχικῶς πολλαχ.: Οἱ ἀγῶνες γιˬὰ τὴν ἐλευθερία μᾶς γιγάντωσαν τὴν ψυχὴ Ἀθῆν. Γιγαντώθηκαν οἱ ψυχὲς τῶν ἀγωνιστῶν μὲ τοὺς ἀγῶνες αὐτόθ 3) Ἀμτβ., κυριολ. καὶ μεταφ., γίνομαι γίγας, αὐξάνομαι, ἐνδυναμοῦμαι καθ᾿ ὑπερβολήν πολλαχ.: Νὰ γιγαντώσουν τὰ σπαρτὰ μας Μακεδ (Ἑπταχώρ.) Γιγάντωσαν οἱ ψυχὲς τῶν ἀγωνιστῶν Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/