γιδήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιδήσιˬος ἐπίθ., πολλαχ. ιδήσιˬος Πελοπν. (Γέρμ.) ’δήσιους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Λάκκα Σούλ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δῖον Νιγρίτ. Πεντάπολ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) γιδήιος Πελοπν. (Δ. Κορινθ.) γιδήος Ἤπ. (Πωγών.) ΙΙελοπν. (Ἦλ. Μύρ. Τριφυλ. κ.ἀ.) γιδήος Ζάκ. Ἰθάκ. Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἀνώγ. Καρδαμ. κ.ἀ.) γιδήους Θεσσ. (Βαμβακ. Μεταξοχώρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀηδονοχ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) ᾿ιδήος Ἤπ. (Δρόπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ήσιˬος, περὶ τῆς ὁπ. πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,209.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξ αἰγὸς προερχόμενος ἢ ὁ εἰς αὐτὴν ἀνήκων πολλαχ.: Γιδήσˬιο κρέας - τυρὶ - βούτυρο - γάλα κ.τ.τ. πολλαχ. ιδήσιˬο ροῦχο (ἀπὸ αἰγόμαλλον) Πελοπν. (Γέρμ.) ’δήσιˬα προυβεˬὰ Μακεδ. (Δῖον) Δερμάτ’ ᾿ιδήο Ἤπ. (Δρόπ.) ιδήσιˬα τρίχα Θρᾴκ. (Ὀκλαλ.) Κουπριˬὰ ’δήσιˬα Μακεδ. (Νιγρίτ.) ’Σ τὸ πρόβε͜ιο γάλα ρίχνει καὶ γιδήο Πελοπν. (Μύρ. Τριφυλ.) Τὸ σάισμα γίνεται ἀπὸ γιδήσο μαλλὶ (σάισμα = εἶδος κλινοσκεπάσματος) Πελοπν. (Ἀνώγ.) Τοὺ ’δήσιˬου κριˬὰς νὰ μὴ dοὺ λέπου Εὔβ. (Ἅκρ.) Κἄπους δὲ μ’ ἀρέσει τοὺ ’δήσιˬου τοὺ γάλα Ἤπ. (Κουκούλ.) Τό ’φκε͜ιασι ἀποὺ γιδήου τουμάρ’ Θεσσ. (Βαμβακ.) Θὰ δίνω δέκα ὀκάδις ’δήσιˬου μαλλὶ ἄπλυτου Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) || Παροιμ. Τὸ μυˬαλό σου καὶ μιˬὰ λίρα | κ’ ἕνα κέρατο γιδήσο (ἐπὶ τῶν ἀνοήτων) Ἰθάκ. Συνών. Τὸ μυˬαλό σου καὶ μιˬὰ λύρα καὶ τοῦ μπογιˬατζῆ ὁ κόπανος. Συνών. αἰγήσιˬος, γίδε͜ιος, γιδένιˬος, γιδερός 1, γίδινος, γιτσικός, κατσικαδερός, κατσικερός, κατσικήσιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA