γιδοβοσκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοβοσκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιδοβοσκὸς ὁ, πολλαχ. ’δουβουσκὸς βόρ. ἰδιώμ. γίδιˬοβοσκὸς Π. Παπαχριστοδ., Θρακ. ἠθογρ. 4, 52.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γιδοβοσκός. Διὰ τὸν τὺπ. γιδιˬοβοσκὸς πβ. ἀρνιˬόβοσκος εἰς λ. ἀρνοβοσκὸς καὶ ἀρνιˬοκάτσικα εἰς λ. ἀρνοκάτσικα.
Σημασιολογία
Ποιμὴν αἰγῶν, αἰπόλος πολλαχ.: Οἱ φτωχοὶ γιδοβοσκοὶ κ’ οἱ γιδάρηδες οἱ μεγάλοι Γ. Ἐπαχτίτ. εἰς Προπύλ. 1, 239 || Γνωμ. Τρίτη μέρα τοῦ Χριστοῦ, | κακὸ τοῦ γιδοβοσκοῦ (ἀπὸ τὸ μεγάλον ψῦχος ποὺ συνήθως ἐπικρατεῖ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν) Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 165. Συνών. αἰγάρης, αἱγοβοσκός, γιδάρης γιδαρός, γιδολόγος 2. Βλ. καὶ γιδοκαπετάνιˬος. Πβ. ἀγελαδοβοσκός, βοˬιδοβοσκός, προβατοβοσκος β) Μεταφ., ἀγροῖκος, ἀκοινώνητος ἐνιαχ.: Τί πιριμέν’ ἀπ᾽ αὐτόν; Ἕνας ’δουβουσκὸς εἶνι | Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA