γινατσιˬάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινατσιˬάρης

Τυπολογία

γινατσιˬάρης ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἰνατσιˬάρης Δ. Κρήτ. ᾿νατσα΄ρ᾽ς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) δινατσιˬάρης Χίος δ᾿νατσαρης Ἴμβρ. Θηλ. γινατάρισσα Κύπρ. Ουδ. ἰνατσιˬάρικο Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γινατσῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης.

Σημασιολογία

1) Πείσμων, ἰσχυρογνώμων ἔνθ’ ἀν.: Ὅτινα τύχῃ κιˬανεὶς ἀποὺ τσὶ γαιˬδάρους ἰνατσιˬάρης, αὐτὸς ἀποὺ τὸν ἔχει σέρνει τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη (= ὑποφέρει πολὺ) Κρήτ. Κιˬαμμιˬὰ βολὰ τὸ ἰνατσιˬάρικο λε͜ιανό, ἐκε͜ιὰ ποὺ πορπατεῖ φαίνεταί dου πὼς θωρεῖ σφάdαμα (λε͜ιανὸ₌γάιδαρος σφάdαμα = φάντασμα) αὐτόθ. 2) Ὀργίλος, μνησίκακος ἔνθ᾽ ἀν.: Τί ᾽νατάρ’ς ποὺ ’ν’ αὐτὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶνι πουλὺ ἰνατάρα ἡ νύφ’ μας αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/