γίνωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γίνωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γίνωμα τό, πολλαχ. γίνουμα βόρ. ἰδιώμ. γένωμα Εὔβ. (Κουρ.) Ἤπ.-Δ. Λουκοπ., Γεωργ Ρούμελ, 188. -Λεξ. Αἰν. γένουμα Ἤπ. (Πλατανοῦσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γίνομαι, παρὰ τὸ ὀπ. καὶ γενομαι.
Σημασιολογία
1) Ἡ πρᾶξις διὰ τῆς ὁποίας προετοιμάζεται κάτι, προετοιμασία, παρασκευὴ πολλαχ.: Τὸ γίνωμα τοῦ χωραφιˬοῦ (ἡ ἄροσις) πολλαχ. 2) Ἡ ὡρίμασις τῶν καρπῶν πολλαχ.: Ἐν εἶναι γιˬὰ τρύγο τἁ σταφύλιˬα, θέλουνε ἀκόμη γένωμα Εὔβ. (Κουρ.) Ἐπίτυχε ἡ βροχὴ τὰ σταφύλιˬα ἀπάνω ’ς τὸ γίνωμα καὶ τὰ χάλασε οὕλα Πελοπν. (Κορών.) Τί γένωμα ἔκαμαν τὰ σῦκα! Ἤπ. 3) Ἡ ζύμωσις τοῦ πρὸς ἀρτοποίησιν φυράματος ἀλεύρου ἢ τοῦ πρὸς οἰνοποίησιν γλεύκους κ.τ.τ. πολλαχ.: Τὸ ψωμὶ ’ὲν εἶναι γιˬὰ τὸφ-φοῦρνο, θέλει ’κόμα γένωμα Εὔβ. (Κουρ.) Γίνωμα τοῦ κρασιˬοῦ Κ. Στασινοπ., Κρασί, 251. Συνών ἀνέβασμα 4, βράση 5, βράσιμο, φούσκωμα. 4) Ἡ αὐτόματος τριβὴ βώλων χώματος, οἱ ὁποῖοι ἐσχηματίσθησαν κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας ἀρόσεως τοῦ ἀγροῦ, διὰ νὰ γίνῃ τὸ χῶμα τούτου μαλακώτερον κατὰ τὴν σπορὰν Δ. Λουκοπ., ἔνθ’ ἀν.: Γένωμα τοῦ χωραφιοῦ. 5) Ἡ πλύσις καὶ τὸ κοπάνισμα εἰς τὴν «νεροτριβή», ὑφασμένων εἰς τὸν ἀργαλειόν, χονδρῶν μαλλίνων καὶ τριχίνων κλινοσκεπασμάτων διὰ νὰ καταστοῦν μαλακώτερα καὶ ἁπαλώτερα, νὰ ἀποκτἡσουν πυκνότητα καὶ τρίχωμα λεπτόν. Ἤπ. β) Τὸ τοιαύτης κατεργασίας τυγχάνον κλινοσκέπασμα κ.τ.τ. Ἤπ. (Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Σήμερα ἔχω πολλὰ γενώματα Ἤπ. Ἔ’ν πουλλὰ β’λάριˬα γιˬὰ γένουμα ’ς τὰ μανdάνιˬα (β’λάριˬα = παννιὰ ὁλόκληρα ὑφασμένα εἰς τὸν ἀργαλειόν, μαντάνιˬα = νεροτριβαὶ) Πλατανοῦσ. Συνών. γινωμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA