γιˬορνταμιλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορνταμιλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬορνταμιλίκι τό, ἀμάρτ. γιˬορdαμιλί’ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yordamli = εὐκίνητος, ἐπιδέξιος καὶ τῆς καταλ. -ίκι ἀναλογικ. πρὸς ἄλλα οὐσ. ἐκ τῆς Τουρκ. Πβ. ἀσικλίκι.
Σημασιολογία
Ἡ κομψότης, ἡ χάρις, τὸ εὐσταλὲς τοῦ σώματος: Ὤχ, ὄμορφη που’ ᾽ν ἡ κακοπεσμένη! Ὅλο γιˬορdαμιλί’ εἶναι (κακοπεσμένη = ἀτυχῆς, εὐφημητ.) β) Ἐριστικότης: Ὅλο ’ιˬορdαμιλί’ τραυᾷ κ᾿ εὐτὸς (ἐπιζητεῖ διαρκῶς ἀφορμὴν φιλονικίας). Μὴ μὲ καταδικάζετε, μούρ’ ἀθρῶποι, μὰ δὲν ἐbόρου νὰ μὴ dοῦ μιλήσω, ᾿ιˬατὶ ἦρθε καὶ τραύα μου ’ιˬορdαμιλί’! Συνών. ἀσικλίκι 8, λεβεντιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA