γιˬουλάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουλάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουλάρι τό, Βιθυν. ᾽Ιων. (Βουρλ. Μαινεμ. Σμύρν.) Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Κύθν. (Δρυοπ. κ.ἀ.) -Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. 458. Δημητρ. γιˬουλάρ’ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ. Καβακλ.) Θρᾴκ. (Μαρών. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Σάμ. γκιˬουλάρι Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) - Ν. Ἑστ. 17 (1935), 478 gιˬουλάρ’ Σάμ. γιλάρι Καππ. (Οὐλαγ.) Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) γιλάρ’ Θρᾴκ. (᾽Αμόρ.) gιλάρι Κρήτ. ᾿ιλάριν Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ᾿ιλάρ᾽ Πόντ. (Κοτύωρ.) οὐιλάριν Πόντ. (Νικόπ.) ᾿ιλιˬάρ’ Καππ. (‘Aραβάν. Σινασσ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ’λιˬάρ’ Καππ. (Μισθ. Φλογ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yular=σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου σύρουν τὸ ὑποζύγιον.

Σημασιολογία

Τὸ σχοινίον τὸ ὁποῖον προσδενόμενον εἰς τὴν κεφαλὴν τῶν ὑποζυγίων χρησιμεύει εἰς τὸ νὰ ὁδηγοῦνται ταῦτα εἰς τὸν προορισμὸν των ἔνθ’ ἀν.: Κοdό ’ναι τοῦ γαϊδάρου τὸ gιλάρι, σύρ’ τονε νὰ πηˬαίνῃ Κρήτ. Βιˬάσ’κι οὑ Γιˬαννίτσ’ς νὰ σύρνῃ τ’ ἄλουγου ’πὲ τοὺ γιˬουλάρ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πιˬάσαν τ᾽ ἀλογοῦ τὸ ’ιλάρ’ Πόντ. (Κοτύωρ.) Κράτ’ τ’ ἄλογον ἀσ’ σ’ ᾿ιλάριν Πόντ. (Τραπ.) ᾿Ανακρέμασε κουδούνιˬα ᾽ς τῆς μούλας τὸ γιˬουλάρι Λεξ. Δημητρ. Μὴ φωνάζῃς σὰ γάδαρος, γιˬατὶ ξέρω νὰ σοῦ βάλω γιˬουλάρι, νὰ σφαλήξῃ ὁ στόμας σου ᾿Ιων. (Σμυρν.) Λῦσε τὸ γιˬουλάρι ἀποὺ τὸ λαιμὸ τοῦ γαϊδάρου, νὰ σύρωμε νερὸ καὶ τοῦ τὸ ξαναδένομε πάλι Κρήτ. (Κίσ.) || ᾎσμ. Δῶσε μου δανεικὰ λεφτά, νὰ πάρω ἕνα gιλάρι, νὰ πά’ σὲ δέσω κάτω ’κε͜ιέ, νὰ μὴ μοῦ ροζονάρῃς (ροζονάρῃς=συζητῆς, κουβεντιάζῃς) Κρήτ. || Ποίημ. Τσοῦρμο Καρακατσάνηδες κατέβηκαν μὲ τὰ βαρβᾶτα τους μουλάρια, μὲ τὰ πολύχρωμα βαριὰ σκεπάσματα καὶ τὰ φανταχτερὰ γκιˬουλάριˬα Ν. Ἑστ. 17 (1935), 478.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/