γιˬουργιˬάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουργιˬάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬουργιˬάρω Ἀθῆν. Ἰθάκ. Ἰων. (Βουρλ.) Κρήτ. (Ἀρχάν Χαν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Λέσβ. (Πολυχνῖτ.) Μεγίστ. Νάξ. (Τρίποδ.) Πειρ. Σίφν. Σύμ. Χίος (Μαρμαρ. κ.ἀ.) -Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 204 καὶ Θέατρ., Β 148 κ.ἀ. Σ.Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 88 γιˬουργιˬάρου Εὔβ. (Ὄρ.) Θήρ. Κυδων. Σάμ. (Καρλόβ.) Τῆν. κ.ἀ. ’ουργι ˬάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬουργιˬέρνω Θήρ. Κρήτ. (Κίσ. Νεάπ. κ.ἀ.) Ρόδ. κ.ἀ. γιˬουργιˬέρνου Μ. Ἀσία (Κυδων.) γιˬουργάρω Κρήτ. (Κίσ. Νεάπ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Χίος (Ποταμ. κ.ἀ.) γιˬοργάρω Χίος γιˬοργάρου Τῆν. ἀγιουργιˬάρου Μεγίστ. γιˬουγέρνω Κρήτ. (Κίσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬούργια καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρω.
Σημασιολογία
Κάνω γιˬούργιˬα, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγιˬούργιˬαρ’ ἀπάνω του Κρήτ. Γιˬουργιˬάρ’ ἀπάνω τὸ χταπόδι Τῆν. Ἠγιˬουργιˬάρησε κατ’ ἀπάνω μου καὶ μ’ ἔρριξε χάμω Σίφν. Ἐγιˬούργιˬαρε g’ ἔρχεται Σύμ. Οἱ οὐχτροὶ γιˬουργιˬάρανι (ἐπέπεσαν) Σάμ. (Καρλόβ.) Τὴν ὥρα ποὺ θὰ δῇς τὰ gρεμνὰ ν’ ἀνοίξουνε, θὰ ᾿ουργιˬάρῃ ’μέσα (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿ουργιˬάρου dὰ λιˬοdάριˬα κ᾿ ἐτρώα d’ ἀρνιˬὰ αὐτόθ. Ἐκείνη τὴν ὥρα εὕρηκε τὸ παλιˬόπαιδο νὰ γιˬουργιˬάρῃ μέσα Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 204. Φαντάσου χιλιˬάδες τρελλοὺς μουζικάντες ποὺ γιˬουργιˬάραν ἀπ᾽ ἕνα τρελλοκομεῖο Σ. Μυριβήλ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γιˬουρουντάρω, γιˬουρουντίζω, γιˬουρουστίζω, μουντάρω, ρουβάσσω, χύνομαι. β) Μετβ., ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, ὠθῶ εἰς τὰ ἄκρα Ἀθῆν. Κρήτ. Κύθηρ. Πειρ. Τῆν.: Παραπέρα σενιˬάρει ἄλλο ὀρτύκι ὁ σκύλλος του, πάει κοdά, ὑπολογίζει κατὰ ποῦ θὰ πεταχτῇ καὶ ποῦ πρέπει νὰ σταθῇ αὐτὸς καὶ καθὼς τὸ γιˬουργιˬάρῃ ὁ σκύλλος καὶ πετε͜ιέται τὸ ὀρτύκι, τ’ ἁρπᾶ κι αὐτὸ μὲ τὴν ἀπόχη ’ς τὸν ἀέρα (σενιˬάρει=ἐντοπίζει) Κύθηρ. Μωρὲ τὸν ἄγνωμο, γιˬουργιˬάρ’ μένα, τὸ gαταχερνῶ (=δέρνω) Τῆν. Μὴ τὸ γιˬουργιˬάρῃς πολὺ τὸ σκοινί, θὰ σπάσῃ ’Αθῆν. || Φρ. Γιˬουργιˬάρεις πολὺ τὰ πράματα (ἐπὶ τῶν ὠθούντων εἰς τὰ ἄκρα ζήτημά τι ἢ κατάστασιν) αὐτόθ. || ᾎσμ. Νὰ κλαῖτ’ ὀbρὸς τσὶ Καστρινοὺς κιˬ ἀπόις τσὶ Χανιˬῶτες εὐτὺς μᾶς ἐγιˬουργιˬάρανε σὰν ἦρθαν οἱ Λακκιˬῶτες (ἀπόις=ἔπειτα) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA