γιˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬώνω Ἄνδρ. Ἀντιπαξ. Δαρδαν. Ἐρεικ. Εὔβ. (Γαλτσ. κ.ἀ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.) Ἰθάκ. Ἰων. (Βουρλ.) Καστ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Μαθράκ. Μύκ ᾿Οθων. Παξ. Πόντ. (Οἰν.) Τῆλ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βάιγ. Λεγρ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γιˬώνου Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἱστ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Λέσβ. Λευκ. Λῆμν. Μακεδ. (Θεσσαλον. Μελέν. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σάμ. Σαμοθρ. Σκόπ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ξηρόμ.) γιˬών-νω Ἀστυπ. Ἰκαρ. Κάλυμν. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κύπρ. Κῶς (Καρδάμ. Κέφαλ. Πυλ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Χάλκ. γιˬών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ιˬώνω Χίος (Πυργ.) ἀγιˬώνω Κύπρ. (Αἰγιαλ. Καλοπαναγ. Κυθρ. Λευκωσ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ.) Πάρ. Προπ. (᾽Αρτάκ.) ἀγιˬών-νω Κύπρ. (Καλοπαναγ. Πρόδρομ κ.ἀ.) γουγιˬώνω ’Αμοργ. Μέσ. ’ιˬοῦμαι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἰός, τὸ ὁπ. ἀπαντᾷ ὑπὸ τύπ. γιˬός, ἄγιˬος, γούγιˬος κ.ἀ. Κατὰ τὸν Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 1, 249, ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἰῶ (ἰόω), ἀντὶ τοῦ ἀρχ. ἴοῦμαι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ἡ μετοχ. γιωμένος καὶ παρὰ Γεωργηλ., Θανατ. Ρόδ., στ. 524 (ἔκδ. Wagner, σ. 48): «ηὗρεν ἡ κάττα τὸ ρινὶν ὅπου ’τον ἀλειμμένον | ὅλον μὲ τὸ ἀξούγγιον, νὰ μὴ γενῆ γιˬωμένον».
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) ’Επὶ χαλκῶν καὶ σιδηρῶν ἀντικειμένων, σκευῶν, ἀγγείων, καλύπτομαι ὑπὸ σκωρίας, σκωριάζω, ὀξειδοῦμαι πολλαχ.: Ἔγιˬωσε τὸ σίδερο Νίσυρ. Μὲ τ’ νοτιˬὰ δὲ gάνει νὰ τρίβῃς τὰ ταψιˬά, γιαˬτ᾿ γιˬών’νε Σκῦρ. Ψὲς τὰ τρίψαμε τὰ τεψιˬὰ τσαὶ σήμερα εἶναι γιˬωμένα αὐτόθ. Ἤγιˬωσε τὸ χαρανὶ (=χάλκινη χύτρα, καζάνι) Χίος. Τί καλὰ σπαθάκιˬα καὶ τ’ ἀφήσανε καὶ γιˬώσανε ! Ἄς τ᾽ ἀλείψω κομμάτ’ λάδ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ’Γιˬώσι τοὺ σίδιου (=ἔγιωσε τὸ σίδερο) Σαμοθρ. Ἀγιˬώσαν τὰ μαχαίριˬα Κύπρ. Τὸ ξινάρισ-σου ἔν᾽ ἀγιˬωμένον αὐτόθ. Γιˬωμένο μαχαίρι Κεφαλλ. Εἶναι γιˬωμένο τὸ τεψὶ Λευκ. || Φρ. Νὰ γιˬώσ’ ἡ κλειδωνιˬὰ του ! (νὰ ἐρημωθῆ ἡ οἰκία του ! ἀρὰ) Κύπρ. || Ἄσμ. Ἐλύσασιν τὰ ροῦχα μου τσ’ ἀγιˬώσαν τ’ ἄρματά μου αὐτόθ. Ποῦ πᾷς, ἀσήμι, νὰ χαθῇς καί, μάλαμα, νὰ γιˬώσῃς; Ποῦ πᾷς, ἀγγελικὸ κορμί, ’ς τὸν ᾍδη γιὰ νὰ λε͜ιώσῃς; Εὔβ. (Γαλτσ.) Ποῦ πᾷς, ἀgόρφι μ᾽, νὰ κρυφτῇς, ποῦ πᾷς σταυρέ μ’, νὰ γιˬώσῃς; κὶ δαχτυλίδι μου βλαττί, ποῦ πᾷς νὰ θιμιλιώσῃς; (βλαττὶ=τιμαλφὲς) Ἴμβρ. Καὶ μετβ., κάμνω τινα νὰ ὀξειδωθῆ Κάλυμν. Συνών. γανιˬάζω, γαριˬάζω 1, γιˬάζω, σκουριˬάζω. Πβ. ἀπογιˬώνω. 2) Ἐπὶ φαγητῶν τὰ ὁποῖα παρέμειναν ἐντὸς ὀξειδωμένων σκευῶν, ἀλλοιώνομαι χημικῶς προσλαμβάνων ὑποπρασίνην χροιάν, γεῦσιν ὑπόπικρον καὶ ἰδιότητα δηλητηριώδη Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.: Εἶναι ἀγάνωτος ὁ τέντζερης καὶ γιˬώνει τὸ φαΐ Αἰδηψ. Μὴν ἀφί’ς σαλάτα μέσ’ ’ς τὸ σαχά’ καὶ θὰ γιˬώσ’ Τσακίλ. Ἤτανε τ’ ἀgε͜ιὰ ἀγάνωτα κ᾿ ἔγιˬωσε τὸ φαΐ ’ς τὴ gατσαρόλα ᾿Ιθάκ. Καὶ μετβ., ἐπὶ ἀγγείων φαγητοῦ, ἀλλοιώνω διὰ τῆς ὀξειδώσεως τὸ περιεχόμενον φαγητὸν Καστ.: Τό ’γιˬωσε τὸ φαΐ ἡ πινιˬάτα, καὶ θὰ μᾶς κόψῃ (πινιˬάτα=ρηχῆ χαλκίνη χύτρα· θὰ μᾶς κόψῃ=θὰ μᾶς ἐρεθίσῃ τὸν στόμαχον, τὰ ἔντερα). Β) Μεταφ. 1) Λερώνομαι, κηλιδώνομαι, ρυπαίνομαι Ἀστυπ. Ἤπ. Μακεδ. (Θεσσαλον. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Σάμ. Σκόπ Τῆλ. Χάλκ. Χίος (Πυργ.) κ.ἀ.: Ἔγιˬώσασι τὰ ροῦχα μου Ρόδ. Ἔγιˬωσε τὸ φόρεμά μου Θεσσαλον. Ἔγιˬωσε τὸ πουκάμισο πάνω σου νὰ τὸ φορῇς Τῆλ. Γλήορις ποὺ γιˬών-νεις, βρὲ ’Ανdώνη! (ἐνν. εἰς τὸ σῶμα) Κῶς. Γιˬωμένος πού ᾽ναιν ὁ γιˬακ-ᾶς τοῦ πουκάμισού σου! αὐτόθ. Τὰ ροῦχα ποὺ φορεῖς εἶν᾽ gακὰ γιˬωμένα αὐτόθ. Παννιὰ γιˬουμένα Σάμ. || Φρ. Ἔφυγε καὶ γιˬώσαν τὰ σοκάκιˬα (πιθαν. ἐχορτάριασαν· ἐπὶ ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου γίνεται αἰσθητὴ η ἀπουσία) Νίσυρ. || ᾌσμ. Οἱ δρόμοι ἐμαυρίσασι, τὰ μονοπάτιˬα ἀγιˬώσαν, τὰ παναθύριˬα πού ’μπαινεν ἐείραν κ’ ἐβαώσαν (=ἐκλείσθησαν) Κύπρ. Τὰ μαῦρα δὲν dὰ βάλτω πιˬό, γιˬατὶ δὲμ-μὲ φελοῦσι, τὸ καλοτσαίρι γιˬών-νουσι τσαὶ τό-ειμῶνα λτζε͜ιοῦσι (λτζε͜ιοῦσι=λειώνουν, χαλοῦν) Ἀστυπ. Ἐκλείδgιˬασεν ἡ γειτονιˬὰ τσ’ ἴωσεν dὸ κανdούνι, γιˬατὶ τὸ ξενηθέψανε τ᾽ ὄμορφον gοπελούι Πυργ. Καὶ μετβ., ἐπὶ ἐνδυμάτων κυρίως, λερώνω, ρυπαίνω, κηλιδώνω Κῶς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ρόδ. Σάμ. Σκόπ.: Ἤγιˬωσές το τόλα τὸ πουκάμισόσ-σου (τόλα=κιόλας, ἤδη) Κῶς. 2) Ἐπὶ ἀνθρώπων, δηλητηριάζομαι ὑπὸ σωματικοῦ ἢ ψυχικοῦ πάθους Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Κάρπ. Νίσυρ. Πόντ. (Οἰν.) Σάμ. κ.ἀ.: Φρ. Νὰ γιˬώσ’ τὸ στόμα σ᾿ καὶ ν’ ἀραχνιˬάσ’! (ἀρὰ) Μάδυτ. Νὰ γιˬώσ’ ἡ καρδιά σ᾿! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σάμ. Ν’ ἀγιˬώσῃ τὸ βλαγκί του ! (βλαγκὶ=πνεύμων, ἧπαρ· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κύπρ. || ᾎσμ. Μὲ τ᾿ ὤχου, μὲ τ’ ἀλλοίμονο τὰ σωθικά μου γιˬώσαν κι ὅπου ’’ ὁρμὸ καὶ κόκκαλο μοῦ τὸν ἐκατελύσαν (ὁρμὸς=ἁρμός, ἄρθρωσις ὀστῶν) Νίσυρ. β) Λαμβάνω πελιδνόν, χαλκοπράσινον χρῶμα ἐκ πάθους σωματικοῦ ἢ καὶ ψυχικοῦ, οἷον φθόνου, μοχθηρίας Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. -Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.: Ἔγιωσε, ἅμα μὲ εἶδε Λευκ. Σὰν τ’ ἄκουσε, ἔγιˬωσε Παξ. Γιˬωμένο μοῦτρο αὐτόθ. Μετοχ ἐπιθετ., φθονερός, μοχθηρός, κακῆς ψυχῆς (ἐκ τοῦ πελιδνοῦ χρῶματος τοῦ προσώπου) Ἀντίπαξ. Ἤπ. Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. -Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.: Ὁ γιˬωμένος ἄνθρωπος προκοπὴ καὶ χαΐρι δὲν ἔχει Λεξ. Δημητρ. Εἶναι γιˬωμένος ἄνθρωπος Λευκ. Συνών. βαμμένος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βάφω Γ2, βαφιὰς 2, βαψιάρης, κιτρινιάρης. β) Ὁ ὑποστηρίζων μὲ φανατισμὸν καὶ ἐμπάθειαν κακὰ φρονήματα κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ λέγοντος Λεξ. Δημητρ.: Εἶναι βασιλόφρονας-δημοτικιστὴς-ἄθεος γιˬωμένος. Συνών. βαμμένος. 3) Ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἰόχρους, ὁ ἐλαφρῶς συννεφώδης καὶ συνεκδ. ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ οὐρανὸς εἶναι ἰόχρους καὶ ἐπικρατεῖ διαπεραστικὸν ψῦχος Λεξ. Δημητρ.: Γιˬωμένη μέρα. Ἡ λ. εἰς τὴν μετοχ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬωμένος Στερελλ. (Ἀστακ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA