γκαλλινάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαλλινάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαλλινάρι τό, (Ι) ἀμάρτ. γκα’νάρι Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Λατιν. gallinarium = ὀρνιθών. Βλ. G. Rohlfs, Autochtone griechen oder Byzantinische Gräzität, σ. 57-58.
Σημασιολογία
Ὁ ὀρνιθών. Συνών. καθίστρα, καπονιέρα, κάτοικας, κοίτη, κουμᾶς, κοτέτσι, κούρνιˬα, φωλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA