γκουφιˬάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουφιˬάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκουφιˬάρω ἐνιαχ. Μέσ. γκουφαριˬοῦμαι Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gonfiare = φουσκώνω, μεγαλοποιῶ.
Σημασιολογία
Ἐξοργίζομαι, θυμώνω, ἀγωνιῶ, ὑποφέρω ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA