γκρᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκρᾶς ὁ, πολλαχ gρᾶς Κρήτ. (Πεδιαδ. Σφακ. Χαν.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Μάν.) Σάμ. (Μύλ. Παλιοκ.) γκρὰ τό, Λεξ. Δημητρ. Πληθ. γκρᾶδες σύνηθ. γκράδιˬα Μακεδ. (Βόιον Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. grαs, ὀνόματος τοῦ ἐπινοήσαντος τὸ ὅπλον.

Σημασιολογία

1) Εἶδος στρατιωτικοῦ ὀπισθογεμοῦς τυφεκίου, ἐν χρήσει ἄλλοτε εἰς τὸν ἑλληνικὸν στρατὸν μέχρι τῆς εἰσαγωγῆς τῶν ἐπαναληπτικῶν πυροβόλων ὅπλων καὶ δὴ τοῦ μάνλιχερ κοιν.: Ἐμαλώνασι dουφεκιˬὲς μὲ τοὺ gρᾶδες Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅταν παντρεύουνταν, εἶχαν ἕνα ἔθιμο καὶ ἔσπαζαν μιˬὰ λαένα σημαδεύοντας μὶ τὰ γκράδιˬα Μακεδ. (Κοζ.) Εἴχαμαν σαρανταπέντι γκράδιˬα αὐτόθ. || ᾌσμ. Πᾶρε ᾽ς τὰ χέιˬριˬα ζου τὸ gρᾶ, | νὰ κυνηγήσῃς τὸ φονιˬά (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μάννα μ᾽, ἐγὼ κολάστηκα, πότε ἢμουν στρατιώτης μοῦ ᾽φαγε ὁ γκρᾶς τὸ νῶμο μου καὶ τὸ γυλιˬὸ τὴν πλάτη Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Μὴ ντουφεκᾶς, κασσίδα μου, μὲ τοὺς κλεμμένους γκρᾶδες καὶ θὰ τὸ μάθῃ ὁ Κολοκυθᾶς καὶ θὰ ᾽χωμε καβγάδες Καρ. (Γέροντ.) 2) Μεταφ., ὁ εὐθὺς ἄνθρωπος Στερελλ. (Σπάρτ): Εἶι γκρᾶς. β) Βλὰξ Μακεδ. (Κοζ.): Δὲν πέρασι τὴν τάξ᾽, τρανὸς γκρᾶς, γκρᾶς ντίπ! Συνών. καραμπῖνα. γ) Ἄξεστος ἄνθρωπος Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. (ἐπὶ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου) ὑπὸ τὸν τύπ. Γκρᾶς Θεσσ. (Κρυόβρ.) Εὔβ. (Στεν.) Πελοπν. (Δυρράχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/