γκρεμούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρεμούλι τό, ἐνιαχ. κρεμούλ-λι Χίος (Πυργ.) γκριμού᾽ Θρᾴκ. (Αἶν. Μαΐστρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γκρεμὸς διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούλι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς κρημνὸς Χίος (Πυργ.): ᾌσμ. Ἀντικρυστά μου ἢκατσες ἀπάνου ᾽ς τὸ κρεμούλ-λι, ἐθάρρεψα πὼς ἢτουνε τοῦ ποντικοῦ ἡ μούρη. Συνών. βλ. ἐν λ. γκρεμουδάκι. 2) Ἐρείπιον Θρᾴκ. (Αἶν. Μαΐστρ. κ.ἀ.): Γί᾽κι γκριμού᾽ τοὺ σπίτ᾽ Μαΐστρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Gρεμούλι Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) καὶ Gρεμούλιˬα Ὀθων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/