γλαράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλαράδα ἡ, Νουμ 183, 3.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὑσ. γλάρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -άδα.
Σημασιολογία
Νάρκη, τάσις πρὸς ὕπνον: Σὰ νὰ τῆς πέφτῃ ἀπάνουθε μιˬὰ γλαράδα ποθερή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA