γλάσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλάσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλάσο τό, Ἀθῆν. – Νέα Μαγειρ. Φέξη, 22 Νέα Ζαχαροπλ. 98.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. glace = ἐπίστρωμα λεῖον καὶ λαμπρὸν ἐκ σακχάρεως καὶ τοῦ λευκοῦ τοῦ ὠοῦ χρησιμοποιούμενον πρὸς ἐπικάλυψιν γλυκισμάτων, εἶδος γλυκοῦ.
Σημασιολογία
1) Εἶδος μαρμελάδας Νέα Ζαχαροπλ., 98. 2) Φοντάν, ἤτοι σακχαρωτὸν διαλυόμενον εὐχερῶς ἐντὸς τοῦ στόματος Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA