γλάστρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλάστρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλάστρος ὁ, Νίσυρ. Τῆλ.-Ν. Πολίτ., Παροιμ 4, 411.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. glastro.
Σημασιολογία
Τὸ ποῶδες φυτὸν Ἴσατις ἡ βαφικὴ (Isatis tinctroia), τῆς οἰκογεν. τῶν Σταυρανθῶν (Cruciferae), ἡ ἰσάτης τοῦ Διοσκορ. (Ὕλ. ἰατρ. 2, 184) «ᾗ οἱ βαφεῖς χρῶνται» ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Ἀπὸ τοῦ γλάστρου τὴν κορφὴ γυρεύει νὰ διαλέξῃ (ἐπὶ τῶν δυσκόλων εἰς τὴν ἐκλογὴν οἱουδήποτε πράγματος) Νίσυρ. -Ν. Πολίτ., ἔνθ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλάστρος Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA