γλύκασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύκασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλύκασμα τὸ, Κεφαλλ. - Λεξ. Βλάχ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. γλύκαμα Ἴος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλύκασμα. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Γλυκύτης, ἡδύτης Λεξ. Πρω. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Π.Δ. (Παροιμ. 16,24) «κηρία μέλιτος, λόγοι καλοί, γλύκασμα δὲ αὐτοῦ ἴασις ψυχῆς». β) Πᾶν γλυκύ ἔδεσμα ἤ ποτὸν Ἴος - Λεξ. Βλάχ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Π.Δ. (Νε.8,10) «φάγετε λιπάσματα καὶ πίετε γλυκάσματα». γ) Μεταφ., γλυκασμὸς 2 Λεξ. Πρω. 2) Τὸ προσδίδον γλυκύτητα Λεξ. Πρω. β) Μεταφ., ἡ ἠρέμησις, καταπράυνσις Λεξ. Δημητρ. γ) Ἐπὶ καιροῦ, ἡ ἀποκατάστασις εὐδίας, αἰθρίας Λεξ. Δημητρ. 3) Κατὰ πληθ., διάφορα φαρμακοτεχνικὰ πολτώδη συνήθως ἐκ φυτῶν σκευάσματα ἑφθὰ ἤ μὴ Λεξ. Δημητρ. 4) Τὰ ἐντὸς τῆς στοματικῆς κοιλότητος ἐξανθήματα, αἱ ἄφθαι Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA