γλυκομανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκομανίζω Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μανίζω.

Σημασιολογία

Ἐκδηλῶ ὀργήν, μανίαν, κατὰ τρόπον ἤπιον, οἱονεὶ γλυκύν: Αἴνιγμ. Ἀνάμεσα ᾿ς τὰ δυˬὸ βουνὰ κυρὰ γλυκομανίζει καὶ σὰν ἔρτῃ μές᾿ ᾿ς τὰ στενά, φυσᾷ καὶ μbουμbουνίζει (ἡ πορδή).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/