γλυκοσάλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσάλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αρσενικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκοσάλισμα τό, Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κάρπ. Κέρκ. Α. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοσαλίζω.

Σημασιολογία

1) Εὐχαρίστησις, ἱκανοποίησις, εὐτυχία Α. Κρητ.: Ἀπούσταν ἔχασε τὸ παιδί τζης, δὲν ἐγνώρισε γλυκοσάλισμα τ᾿ ἀχείλι τζης. 2) Φλυαρία ἐρωτική, ἐρωτοτροπία Κάρπ. 3) Ἡ κατόπιν μακρῶν πόνων ποιά τις ἀνάπαυσις Κέρκ. Συνών. γλυκοσάλιση.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/