γλυκοτρομάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοτρομάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοτρομάζω Γ. Ξενόπ., Τρίμορφ. γυν.2, 227.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. τρομάζω.

Σημασιολογία

Σκιρτῶ απὸ εὐχαρίστησιν: Εδῶ ὁ νιὸς σταμάτησε κ᾿ ἡ Νίτσα σκίρτησε γλυκοτρωμαγμένη. (Πβ. γλυκοτρέμω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/