γλυτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυτώνω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἐγλυτώνω Κύπρ. Πόντ. ( Ἴμερ. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) γλυτών-νω Κάρπ. ( Ἔλυμπ.) Κύπρ. (Αἰγιαλ. κ.ἀ.) Κῶς (Καρδαμ. Πυλ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος (Καρδάμ. Πισπιλ. Φυτ.) ἐγλυτών-νω Κύπρ. γλυτώνου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Αἰδὴψ. Αὑλωνάρ. Ἱστ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀγλυτώνου Μακεδ. (Βρία Γαλατ.) κ.ἀ. γλυτών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) γλουτώνω Καππ. (Φερτ.) γλυτούουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν.) γλυτώνω ’μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γλουτούνουρ ἔμι Τσακων. (Καστάν.) γουλτώνω Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Σίλατ. Τελμ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κολων. Νικόπ.) γουλτώνου Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Φλογ.) Λυκαον (Σίλ.) κουλτώνου Καππ. (Φλογ. κ.ἀ.) ουλτώνου Καππ. (Φλογ.) gουλτώνω Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) γουρτώνου Καππ. (Μισθ.) Λυκαον. (Σίλ.) προστ. γλύτω Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ. Δημητσάν. Κλειτορ. Σκορτσιν.) γλύτου Μακεδ. (Πεντάπολ.) Τσακων. (Μέλαν.) γλύτα Πόντ. γούλτω Καππ. (Ἀνακ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) γούτω Καππ. (Τελμ.) κούλτω Καππ. (Φλογ.) Μετοχ. θῆλ. γλυτωμένισσα Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γλυτωμέν’τ’σσα Πόντ. (Τραπ.) γλυτωκὼ Τσακων. (Χαβουτσ.) υτεμένος Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γλυτώνω καὶ ἐγλυτώνω, τὸ ὁπ. έκ τοῦ Ἑλλὴνιστ. ἐκλυτόω. Διὰ τὸν Τσακων. τύπον γλυτούουρ ἔνι βλ. H. Pernot, Dial. Tsakon., 256. Ὁ τύπ. γλυτώνω καὶ εἰς Δουκ. Σομ Πβ. Σ. Καψωμ., Byzant. Zeitschr. 51 (1958), 134.
Σημασιολογία
1) Μεταβ., σώζω τινὰ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μισθ. Σίλατ Σινασσ. Τελμ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντριάντ. Κερασ. Νικόπ Οἰν. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Χαβουτσ. κ. ἀ.): Ὁ Θεὸς μὲ γλύτωσε ἀπ’ τοῦ Χάρου-θεριˬοῦ-λύκου-σκύλλου τὰ νύχιˬα-τὰ δόντιˬα-τὸ στόμα (ἐκ βεβαίου θανάτου) κοιν. Μοναχὰ οἱ δυˬὸ ἤτανε παντρεμένοι, τ’ ἄλλα ἤτανε μικρούτσικα καὶ χαίρομαι ποὺ γλυτώσανε τὸ ψυχάκι τους Ἀγαθον. Τήνε γλυτώνουνε ἀπὸ τὸ κακὸ Κορσ. Ὅλα τὰ βότανα τσῆ γῆς τὰ ματαχειρίστηκα, γιˬὰ νὰ τόνε κάνω καλὰ τὸν ἄdρα μου, μὰ δὲ dὸν ἐγλύτωσα καὶ τὸν ἔχασα Ὀθων. Παναγίτσα μ’, γλύτω τὸ παιδί μου, καὶ θὰ βγῶ ξυπόλυτη σὲ πέντε χωριˬὰ κιˬ ὅ,τι μαζέψω θὰν τὸ φέρω ’ς τὴ χάρη σου Πελοπν. (Κλειτορ.) Μὴ gλαίτε, γιˬατὶ κανένας δὲ γυτώνει ἀπὸ τὸ μαῦρο θάνατο Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἐπνίγουdονε ’ς τὸ bοταμὸ τὸ κοπέλι καί, νά ’χα μὴ bέσουνε δυˬὸ-τρεῖς ἄdρες νὰ τὸ γλυτώσουνε, θελὰ ’ναι πνιμένο Κρὴτ. (Μαλάκ.) Νὰ εἶνι βλουημε’να αὐτὰ τὰ β’νά, νὰ γλυτώσ’ν πουλλὲς ψ’χὲς Ἤπ. (Καταρρ.) Πιτάει τὴν πέτρα κατα’ῆ κὶ π’λαλάει νὰ γλυτώ’ τοὺ πιδί τ᾿ς Θεσσ. (Δομοκ.) Τοὺν γλύτουσα ἰκεῖνουν κὶ ιγλύτουσα κὶ ’γὼ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Τοὺ gαρπὸ ποὺ ἔbασις ’ς τοὺ κατώι σ’, τούνι γλύτουσις, τοὺν ἔεις σίγουρου Σάμ. Νὰ μᾶς γουλτώῃς ἀπ’ ἐροῦ σὰ φέγιˬα (νὰ μᾶς γλυτώσῃς ἀπ’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ) Ἀραβάν. Ἅι-Βλασίτη, γούλτου μι! (ἅγιε Βλάσιε, σῶσε με!) Μισθ. Κορίτ’, ἐγὼ νὰ τὸ φέρω ἕνα γιˬατρικὸ καὶ νὰ τὸ γουλτώσω Φλογ. Ἅι-Χαράλαμπον ἐγλύτωνεν τὰ βερεσμέντζας (=ἐγκύους) Ἀντρεάντ. Ἅι-Γιˬώργη, γλύτω με Σινασσ. Ἐγλύτωσέ με ἀσ’ σὸν θάνατον ὁ γιˬατρὸν Τραπ. Χαλδ. Ποῖ’ νὰ ντὶ γλυτούῃ τ’ ἀργὰ ἀπὸ τὰ μάτη ντι; (ποιός νὰ σὲ γλυτώσῃ τὸ βράδυ ἀπὸ τὴ μητέρα σου;) Μέλαν Γλυτωκότε ’τά νι τὰ βουβάλιˬα (γλύτωσαν, ἔσωσαν τὰ βουβάλια) Χαβουτσ. || Φρ. Φτηνὰ τὴ γλύτωσε ἤ τὴ γλύτωσε παρὰ τρίχα ἢ ἁπλῶς τὴ γλύτωσε (ἐνν. τὴν ζωὴν ἢ ἁπλῶς τὸ κακόν, ἐπὶ τοῦ μόλις σωθέντος ἀπὸ προφανῆ κίνδυνον) κοιν. Τὸν γλύτωσε ὁ Θεὸς (ἤτοι τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς ἢ τῆς ἀσθενείας, ἐπὶ ἀποθανόντος) πολλαχ. Διˬάολος τὸ ἕνα ποὺ γλύτωσα (ἤτοι οὐδὲν διέσωσα) Κίμωλ. || Παροιμ.: Ὅπο͜ιος φυλάει τὰ παλιˬά, γλυτώνει τὰ καινούργιˬα (ἡ λογικὴ οἰκονομία ἀποφέρει κέρδος) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ. 2σ. 220. 632. Ὅπο͜ιος κρατάει τὴ γλῶσσα του, | γλυτώνει τὸ κεφάλι του Πελοπν. (Σκόρτσιν.) Ἀγλύτουσέ μ’ ἀποὺ ὥρα, νὰ ζήσου χίλια χρόνια Μακεδ. (Βρία) || ᾊσμ.: Σκληρὸς εἶναι ὁ θάνατος μὰ δούδει κ’ εὐτυχία, γιˬατὶ γλυτώνει τὸ κορμὶ ἀπὸ τὴν τυραννία Κρήτ. (Μόδ.) Ἐγὼ γιˬὰ σένα ἤρθακα, ἐσένα νὰ γλυτώσω κιˬ ἀπὸ τὰ νύχιˬα τοῦ θεριˬοῦ νὰ σὲ ξελεφτερώσω Πελοπν. (Μαραθ.) Ἅγιˬε μ’ Ἅη Γιˬώργη γλύτω’ με ὰπ’ τῶν Τουρκῶν τὰ χέριˬα νὰ φέρ’ ὀκᾶδες τὸ κερὶ καὶ λίτρες τὸ λιβάνι Πελοπν. (Σκορτσιν.) Πουλλάκιˬα μ’ ἄγριˬα κ’ ἥμερα, | νὰ μὲ γλυτῶτε σήμερα, ἄγριˬα καὶ μερωμένα, | γλυτῶτε με καὶ μένα Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) ’Σ τὰ χέριˬα σου μπερδεύτηκα καὶ πο͜ιός θὰ μὲ γλυτώσῃ; Μεγίστ. Ἀπὸ βροdὲς κιˬ ἀπ’ ἀστραπὲς κιˬ ἀπὸ χαλάζ’ καὶ χιˬόνι κιˬ ἀπὸ τ’ Ἀρβανιταίικα ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώνῃ Ἀντίπαξ. Παξ. Ἡ σὴμ. καὶ εἰς Μαλάλ., Χρονογρ. 348.7 «τριάκοντα ἔτη ἔχω δικαζομένη... ἀλλὰ ἑγλύτωσόν με». Συνών. γλυτρώνω, λευτερώνω, λυτρώνω, ξεγλυτώνω, ξελυτρώνω, ξεσώζω, σώζω. 2) Ἀμτβ., σώζομαι, ἀπαλλάττομαι ἀπό τινος δυσαρέστου, ὀχληροῦ προσώπου ἤ πράγματος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μισθ. Σίλατ. Σινασσ. Τελμ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Γλύτωσα τὸ γράψιμο-τὸν κόπο-τὶς φωνές του κοιν. Γλύτωσα ἀπ’ τὸ θάνατο κοιν. Δὲ γλυτώνει, τὸ Θεὸ νά ’χῃ πατέρα (είς οὐδεμίαν περίπτωσιν δύναται νὰ σωθῆ) κοιν. Ἀλλ’ αὐτὴ πονηρὴ ἐπρόλαβε κ’ ἐbῆκε ’ς τὴ gάμαρά της κ’ ἔκλεισε τὴ bόρτα κιˬ ἐγλύτωσε ἀπὸ τὰ χέριˬα της Κρῆτ. Γιˬὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἀμπόδεμα φοροῦσαν ὁ γαμπρὸς καὶ ἡ νύφη ἕνα βρακὶ ἄπλυτο Πελοπν. (Ἄρν.) Τώρανες γλυτώσανε οἱ νοικοκυρὰδες ἀπὸ τὰ γανώματα καὶ γανωματῆδες Πελοπν. (Κοπαν.) Εἶχα ὅμως τιπ’νήσου φόριμα κὶ τοὺ ἴδιˬου χουdρὰ σκ’φουνιˬα ’ς τὰ πουδάριˬα μ’ κι ἀγλύτουσα ἡ καηˬμένους (τιπ’νήσου=ζιπουνήσιο, ἀπὸ ὕφασμα κατασκευῆς ζιπουνιῶν, σκ’φούνιˬα=περιπόδια) Μακεδ. (Βρία) Κ’ ἔτσ’ γλύτουσι τοὺ τσομπανόπ’λου Μακεδ. (Θεσσαλὸν.) Ἀπάν’ ’ς τὰ πεύκιˬα θὰ gαρτζαλώνιτι, γιˬὰ νὰ γλυτώσ’τι, μὰ δὲ θὰ τοὺ καταφέριτι Σάμ. Γλύτουσι ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὥρα ’ ἔ’ οῦ Θιὸς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Καὶ λένε, ἂν εὕρῃς ἕν᾿ φακούδ’ τιμόξυλο, νὰ γλυτώσῃς (τιμόξυλο=τίμιον ξύλον) Φλογ. Ἐγλύτωσεν ἡ μάννα μ’ ἀσ’σὸ μάταιον τὸν κόσμον Πόντ. Ἐτέρεσεν νὰ γλυτών’ ’κὶ ’ὰ πορεῖ, ἐσκάλωσεν νὰ λέῃ τὸ πατερημῶν (εἶδε ὅτι δὲ θὰ μπορέσῃ να γλυτώσῃ, ἄρχισε νὰ λέγῃ τὸ «πάτερ ἡμῶν») ᾿Αντρεάντ Ἐγλύτωσα ἀσ’ ἕναν τρανὸν κίντυνον Τράπ. Ἀσ’ σὴ Χάρωνος τὸ στόμαν ἐγλυτώθα Χαλδ. Κὰ ’π’ ἐγλυτούτερε (καλὰ ποὺ γλύτωσες) Τσακ. Ὅτσιρε ἦταρ, γλυτωκὼ ’ταρ (ὅποιος ἦταν, γλύτωσε) Χαβουτσ. || Φρ. Ἀπὸ τὸ Χάρο δὲ γλυτώνει κανεὶς κοιν. Ἐγλύτωσα ἀπὸ τοῦ ἀγγέλου-διˬαβόλου-δρακόντου-θεριˬοῦ-λύκου-σκύλλου-Χάρου τὰ νύχιˬα-τὰ δόντιˬα-τὸ στόμα-τὴν οὐρὰ (ἐπὶ τοῦ ἀνελπίστως σωθέντος ἐκ βεβαίου θανάτου) κοιν. Γλύτωσε ἀπὸ κουκκὶ-ράμμα-Ὁβριοῦ σκατὸ-στάχυ-τρίχα-παππᾶ χουλιˬάρι (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) πολλαχ. Γλυτώνω μὲ γλυκε͜ιὰ φωνὴ (ἀνωδύνως, ἄνευ περιπετειῶν) Κρήτ. (Ἡράκλ.) Δάβολος ᾿κὶ γλυτώνει ἀσ’ σὰ έρᾶ τ’ (διάβολος δὲν γλυτώνει ἀπὸ τὰ χέρια του, ἐπὶ ἀνθρώπου πολυμήχάνου) Πόντ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Σαχλίκ., Στίχ. ἑρμήν. ἀφήγήσ. (ἔκδ. Wagner) στ. 693 «καὶ κείνη ὁποῦ γλύτωσεν εἰς τὴν οὐρὰν τ’ ἀγγέλου», Χρον. Μορ. στ. 7072 (ἔκδ. Schmitt) «ὀλίγοι γὰρ ἐγλύτωσαν ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους». β) Διαφεύγω συνήθ. καὶ Καππ. (Μισθ.) Πόντ. ( Ὄφ. Σαράχ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Τίποτα δὲν τοῦ γλυτώνει (ἀντιλαμβάνεται τὰ πάντα) συνήθ. Ἄραξα ’ς τὸ γραφεῖο τοῦ λοχαγοῦ καὶ γλύτωσα τὰ καψόνιˬα Ἀθῆν. Ἔχουνε καὶ λένε πὼς ὅπο͜ιος περνάει ἀπὸ ’κεῖ’ dὸ ποτάμι δὲ dὸ γλυτώνει τὸ πίνιμα (=πνίξιμο) Πελοπν (Βερεστ.) Τὸ γκλέφτην τὸν εἴδαιν ταὶ τὸν ἐσταμbάραιν ταὶ ’έν τήνε γλυτών-νει Χίος. ᾿Επερπάτγιˬεγ γή’ορα γή’ορα γιˬὰ νὰ γυτώῃ ἀπ’ ἕναζ ζαφτιˬὲ (ἀστυνομικὸ) Χίος (Πισπιλ.) Ἤτανι πουλὺ αράθ’μους οὑ Μπλιάτσ’κους κὶ ὅπο͜ια ’ναῖκα ἔβανε ’ς τοὺ μάτ’ δὲ τ’ γλύτουνι Εὔβ. (Αἰδήψ. Ἱστ.) Ἔφααν, μαστόρ’ φοβήχαν, ἔφαάν dου, γούλτουσαν τὰ σαμαριˬὲς (ἔφαγαν, οἱ μαστόροι ἐφοβήθησαν, τὸ ἔφαγαν, γλύτωσαν τὰ χαστούκια) Μισθ. Ἔ’ ἀοῦα ὅτσι θὰ κιˬα γλυτούῃ (ἔλεγε, ἐνόμιζε πὼς θὰ γλύτωνε) Μέλαν. || Φρ. Μοῦ γλύτωσε (διέφυγε τὴν τιμωρίαν μου) κοιν. Δὲ μοῦ γλυτώνει (ὁπωσδήποτε θὰ τὸν τιμωρήσω) κοιν. Τίπουτα δὲ γλυτώ’ ἀπ’ τοῦ χέρι τ’ (εἶναι ἐπιδέξιος καὶ ἱκανὸς εἰς ὅλα) Θρᾴκ. (Αἶν.) || Παροιμ. Ὅπο͜ιους γλυτώσ’ ἀπ’ τὴν ὥρα, γλυτώ’ ἀπ’ τοὺ χρόνου (ἡ ἀποφυγὴ μιᾶς συμφορᾶς ἐξασφαλίζει μακροχρόνιον πολλάκις ἐπιβίωσιν) Στερελλ. (Ὑπάτ.) || ᾎσμ. Ἐπιˬάσαν τὴ γυναῖκα μου μαζὶ μὲ τὸ παιδί μου˙ ὁ Βελῆ-Γκέκας τὸ σκυλλὶ δὲ θὰ μοῦ τὴ γλυτώσῃ Πελοπν. (Σκορτσιν.) γ) ᾽Εξοικονομῶ, κερδίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σάμ. κ.ἀ.: Παίρνω μιὰ φανέλα πρόστυχιˬα γιˬὰ νὰ γλυτώσω δυˬὸ-τρεῖς δραχμὲς ’ς τὴ bήχη Ἀπύρανθ. Ζ’μώναι οἱ μαννάδες μας κὶ κάνανι μιˬὰ ζ’μουσὰ μιγά’, γιˬὰ νὰ γλυτών’νι d’bίττα b’ δίναι γιˬὰ τὰ ψηστικὰ ’ς τ’ φουρναριˬὰ Σάμ. δ) Ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ τὴν ζωήν, ἀποθνήσκω Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Κῶς (Καρδάμ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ζῇ ’κόμη ἢ γλύτωσε Καρδάμ. ᾿Εγλύτωσεν ἄρρωστον Τραπ. || ᾎσμ. Ἅγιˬε Νικόλα γείτονα, | ἄς ’ν ἔπαιρνα κιˬ ἂς γλύτουνα. ἅι-Γιˬώργη καβαλλάρη, | κάι μου κὶ σὺ μιˬὰ χάρη Τρίκερ. ε) Ἀπαλλάσσομαι τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, γεννῶ Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Φλογ.κ.ἀ.) Πόντ.: Γούλτωσε τὸ ’ναῖκα (γυναῖκα) Ἀραβάν. Γούλτουσεν νύφ’ Μισθ. Νὰ φύῃ Παναὰ νὰ πά’ νὰ γουλτώσῃ ἄλλο ’ναῖκα αὐτόθ. || Φρ. Νὰ σκάσῃ ’ς τὰ σκιˬάμνις, μὴ πορῇ νὰ γουλτώσῃ (νὰ πάσῃ ’ς τὸ σκαμνί, νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ γεννήσῃ ἀρὰ) αὐτόθ. Ἀλλαχτάν, μὴ γουλτώῃς (Θεέ μου, νὰ μὴ γεννήσῃ ἀρὰ) αὐτόθ. Μὶ τοὺ καλὸ νὰ γουλτώῃς (μὲ τὸ καλὸ νὰ γεννήσῃς εὐχὴ) αὐτόθ. 3) Ἐξοφλῶ ὀφειλὴν Α. Ρουμελ. (Καρ.) Συμ.: Ἐγλύτωσα τὰ χρέ’μου Σύμ. || Φρ. Δὲ γλυτώνει (ἐπὶ τιμῆς πωλουμένου πράγματος εἰς τιμὴν κατωτέραν τῆς ἀγορᾶς καὶ. τῶν ἐξόδων) Καρ. 4) Φέρω εἰς πέρας, τελειώνω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν.): Γλυτώνω τὸ γράψιμο-τὴ δουλε͜ιὰ-τὸ θέρισμα-τὸ πλέξιμο-τὸ σκάψιμο κττ. κοιν.: Τό ’χω τὸ γέννημα ’ς τὸ περίσυρμα, δὲν κάνει καιρὸς νὰ τὸ γλυτώσω (περίσυρμα=ὁ τελευταῖος καθαρισμὸς τοῦ σωροῦ τῶν δήμὴτριακῶν καρπῶν εἰς τὸ ἀλώνι) Σίκιν. Ἐγλύτωσες τὸ κέdημάσ-σου Ἀλεμηνάκι (=Ἀλκμηνάκι) Σύμ. Ἡ κόρη σου κοd-dεύγει νὰ γλυτώσῃ τὴ σπουδήd-dης; αὐτόθ. Γλυτώσαμε τ’ς ἰλιˬὲς Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Κάτ’ φοῦdις ἀπ’ τσ’ -ἰλιˬὲς μ’ μέν’ι νὰ ξιτ’νάξου ἀκόμα κὶ γλυτώνου πλιˬὰ Σάμ. Γιˬὰ νὰ γλυτώσ’τι γλήγορα, πρέπ’ νὰ δ’λεύιτι κὶ τ’ς γιˬουρτάδις Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἤλασα, γούλτουσά το (=τὸ ὥργωσα, τὸ τελείωσα) Μισθ. Γούλτουναμ’ τ’ ἄργαdα (=τελειώναμε τὶς δουλειὲς) αὐτόθ. Ὥς τὸ με’μέρ’ κουλτώνουμ’ το Φλογ. ούλτωσαν καὶ τὸ ἀμπέ’ αὐτόθ. Ἐγλύτωσα τὰ ἔργατα μ’ κι ἀναπάουμαι Πόντ. Ἡ δουλεία ἐγλυτῶθεν αὐτόθ. Γλυτωμένον δουλείαν αὐτόθ. Πάντα γλυτωμένος-γλυτωμένισσα (εὐχὴ πρὸς τελειώνοντα ἔργον τι, πάντοτε μὲ τὸ καλὸ νὰ τελειώνῃς) Κερασ. κ.ἀ. Τ’ ἐμέτερα τὰ δουλείας καμμίαν ’κὶ γλυτοῦνταν Χαλδ. κ.ἀ. ᾿Εγλυτούκατέ νι τὰ χοῦρα; (ἐτελειώσατε τὸ χωράφι;) Μέλαν. || ᾎσμ. Ἀφίνω γε͜ιὰ καὶ παίρνω γε͜ιὰ καὶ λέω σου ἀντίο, γλυτώνουν τὰ τραγούδιˬα μου καὶ πάω γιˬὰ νὰ φύγω Χίος. 5) Ἀμτβ ἀποπερατοῦμαι,τελειώνω Πόντ.: Τ’ ἐμὰ τὰ δουλείας καμμίαν ’κὶ γλυτών’νε 6) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν παίδων, ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντος τὴν πλεονεκτικὴν θέσιν εἰς τὴν παιδιὰν Μεγίστ. Ἀντίθ. μπαίνω κάτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA