γλωσσάδικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσάδικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλωσσάδικος ἐπίθ. Ἄνδρ Οὺδ. γλωσσάδικο Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδικος.

Σημασιολογία

Αὐθάδης, προπετής: Φύε, γλωσσάδικο παιδί!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/