γνωμιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωμιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνωμιˬάζω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) Σύμ. - Κ. Πασαγιάνν., Παραμύθ., 65 - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γνωμιˬάτζω Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώμη. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ἐγνωμιˬάζω καὶ εἰς Χρον. Μορ. Η, στ. 1730-31 (ἔκδ. J. Schmitt).

Σημασιολογία

1) Κτῶμαι, ἐκφέρω, ἐκφράζω ἰδίαν γνώμην, ἰδίαν κρίσιν Λεξ. Δημητρ.: Μεγάλωσε ὁ γιˬός μου καὶ γνώμιˬασε. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Χρον. Μορ., ἔνθ᾽ ἀν. «Οἱ Φράγκοι γὰρ οὐκ ἤσασιν πεζοὶ καὶ καβαλλάροι | μόνοι ἑφτακόσιοι μοναχοί, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν». 2) Ἀρέσκω εἴς τινα Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.): Μοῦ γνωμιˬάζει ἡ τάδε (= μοῦ ἀρέσει) Μάν. Δὲ μοῦ γνωμιˬάζει ᾽φτοῦνο τὸ τσεμπέρι Γέρμ. Ὄ,τι μοῦ γνωμιάζει, θὰ κάμω αὐτόθ. 3) Ὀργίζομαι, ἐξάπτομαι Σύμ. - Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν., 65 - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Μὴ μὲ πειράζῃς, γιατὶˬ θὰ μὲ κάνῃς νὰ γνωμιˬάσω Σύμ. Γιατίˬ γνωμιˬάζεις, μάννα μου; Λεξ. Ἐλευθερουδ. Γιˬὰ δὲς πῶς γνωμιˬάζει! Λεξ. Δημητρ. Πάντα γνωμιˬάζ᾽ ὁ Ἀναπλιώτης ᾽ς τὸ Θοδωρῆ κιˬ ὁ Θοδωρῆς ᾽ς τὸν Ἀναπλιˬώτη Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Σ. Κυριακίδ., Διγεν Ἀκρίτ., 122 «φουσᾶτον εἶδεν καὶ γνώμιασεν, ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει». Πβ. γνωμιˬάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/