γονατίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονατίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γονατίκι τό, ἐνιαχ. γουνατί᾽ Βιθυν. (Πιστικοχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίκι.
Σημασιολογία
Ἐπιγονατὶς ἐκ δέρματος ἢ ὑφάσματος χρησιμοποιουμένη ὑπὸ τῶν ἀσχολουμένων μὲ τὴν συσκευασίαν δεμάτων ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA