γόνεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόνεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόνεμα τό, ἐνιαχ. γόνιμα Σάμ. Στερελλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γονεύω.
Σημασιολογία
Ἡ παραγωγὴ νέου σμήνους μελισσῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶδις ξιρ᾽κὴ τ᾽ ἄ᾽ξη; Μὴν πιριμέ᾽ς γόνιμα Στερελλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA