γοργοκίνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοκίνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργοκίνητος ἐπίθ. Βιθυν. (Τρίγλ.) - Ι. Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ., 36 Α. Προβελ., Νικηφ. Φωκ., 38 Σ. Σκίπ., Ἀπέθαντ., 42 Δ. Σάρρ., Ἰφιγ. Τ., 1427 - Λεξ. Βλαστ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γοργοκινῶ.

Σημασιολογία

Ὁ ταχυκίνητος, ὁ γοργὰ κινούμενος, εὐκίνητος, ταχὺς ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶμαι γοργοκίνητος ᾽ς τὸ οὖρο, δὲ βαστᾷ ἡ ἀποθήκη Βιθυν. (Τρίγλ.) || Ποιήμ. Ἔλα, μὴ ρωτᾷς ποῦ θὰ μᾶς φέρῃ, ἂν καὶ μὲ τὰ μάτιˬα σφαλιστά, ἔχει γοργοκίνητο τὸ χέρι, ξέρει τὸ τιμόνι νὰ βαστᾷ Ι. Πολέμ., ἔνθ᾽ ἀν. Πετε͜ιέται γοργοκίνητη ᾽ς τὸ φλογερό της ἄτι καὶ χύνεται σὰν ἀστραπὴ ᾽ς τοὺς κάμπους τοῦ Εὐφράτη Α. Προβελ., ἔνθ᾽ ἀν. Πέρασαν ὅλα γοργοκίνητα ἀπ᾽ τὴν ἱερή μου φαντασία Σ. Σκίπ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών εἰς λ. γοργογόνατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/