γούλα (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούλα (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γούλα ἡ, (Ι) κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Ποτάμ. Σινασσ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κάρς Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. Σούρμ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γούλ-λdα Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. γούλιˬα Θρᾴκ. (Αἶν. Τσακίλ.) γούα Τσακων. (Πραστ.) ᾽ούλα Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. ᾽ούα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽ούλ-λα Καρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. ᾽ούα Νάξ. (Κωμιακ. Φιλότ.) βούλα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κύπρ. Ρόδ. (Ἅγιος Ἰσίδ. Ἀπολακ. Ἀπόλλων. Σάλακ. κ.ἄ.) Τῆλ. Χάλκ. κούλα Καππ. (Φλογ.) ούλα Καππ. (Φλογ.) σγκούλα Μακεδ. (Βλάστ.) γούλη πολλαχ. γούη Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γού᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γκού᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) οὐδ. γού᾽ Λῆμν. χούλη Πελοπν. (Κίτ. Λακων. Μάν.) ἀγού᾽ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀγούλε Τσακων. (Χαβουτσ.) γουλὴ Μέγαρ. γόλα Κεφαλλ. Λευκ. Μεγανήσ. Στερελλ. (Ἀστακ. Μύτικ.) βουλὸς ὁ, Κύπρ. γοῦλος τό, Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. γούλα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Λατιν. gulα. Πβ. Ἐρωτιαν., Συναγωγή τοῦ παρ᾽ Ἱπποκρ. λέξ. Ο,15 (ἔκδ. Nackmanson, σ. 65) «ὄιος, στόμαχος· γούλα προβάτου· ὄις γὰρ τὸ πρόβατον. κοινῶς δὲ τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ τύπ. βούλα (τὸν ὁπ. βλ. καὶ εἰς λ. βούλα) διὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς β. Βλ. Α. Τσοπανάκ, Phonétique, 95.
Σημασιολογία
1) Ὁ πρόλοβος τῶν πτηνῶν Εὔβ. (Βρύσ. Κάρυστ.) Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. (Ζερβιαν. Κίσ. Ραμν. Ρέθυμν. Χαν.) Κύθηρ. Μέγαρ. Μεγίστ. Μῆλ. Μύκ. Πελοπν. (Αἴγ. Βλαχοκερ. Γέρμ. Κίτ. Λεῦκτρ. Μάν. Οἴτυλ. Πλάτσ.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν Φθιῶτ. Φωκ.) Σῦρ. Τσακων. (Πραστ.) - Λεξ. Βλαστ. 428. Πρω.: Εἶναι γεμᾶτες οἱ γοῦλες τῶν ὀρνίθω Κίσ. Ἔναι γιˬομάτη ἡ χούλη τῆς κόττας γέννημα Κίτ. Μάν. Ἡ γούλη τῆς κόττας εἶναι πρησμένη Λεῦκτρ. Ὁ ἀσπρόκολος εἶναι ἄσπρος πίσω μὲ μαῦρα φρύδιˬα καί γούλα κόκκινη (ἀσπρόκολος = τὸ πτηνὸν Οἰνάνθη) Σῦρ. ᾽Èν εἶχε καθόλου γούλα τὸ πουλλάκι Σίφν. Οἱ γοῦλες τουνε κουτσὶ δὲν ἔχουνε μέσα Βρύσ. Τὸ πουλ-λὶν ἔχει μεγάλη γούλα Μεγίστ. Κατέβη ἡ γούλα κάτω νὰ τὴν ποτίσωμε νερό, ἔσκασε Κίμωλ. Τσ᾽ ἔν᾽ ἔχα φαητὲ ἔνταν᾽ ἁ κόα, π᾽ ἔν᾽ ἁ γούα σι τόσα; (τί ἔχει φάει αὐτὴ ἡ κόττα καὶ εἶναι ὁ πρόλοβός της τόσος;) Πραστ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ὅσα ὁ Μεούρσ. ἀναφέρει εἰς λ. ἐξ Ἱερακοσοφίου: «ἐὰν διαμείνωσιν αἱ τροφαὶ ἐν τῷ στομάχῳ τοῦ ἱέρακος ἄπεπτοι, ὃ καὶ γούλα ὀνομάζεται, καὶ ταῦτα οὐκ ἐμέση ἄχρις δεκάτης ὥρας τῆς ἡμέρας, μηδὲν λαβέτω». Συνών. γκούσα, μάμμα, προγούλα, σγάρα. 2) Ὁ φάρυγξ, ὁ οἰσοφάγος καὶ κατ᾽ ἐπέκτ. ὁ στόμαχος πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἀργυρόπ. Κάρς Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ.) Τσακων. (Χαβουτσ).: Καλὲ, πῶς ζῇ, ποὺ δὲ gαταπίνει ἡ ᾽ούα τζη ὅσο φαὶ bορεῖ νὰ σηκώσῃ μιˬὰ μυῖα ᾽ς τὸ φτερὸ τζη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὄσα φασόλιˬα σοῦ ᾽κλεψα᾽ ώ, τόσο φαὶ νὰ καταπίῃ ἡ ᾽ούα σου, παλιˬουναῖκα! αὐτόθ. Κατεβάζ᾽ πολλὰ ἡ γούλα τ᾽ Μύκον. Ἐστάθεν ᾽ς σὴ γούλα μ᾽ τὸ ψωμὶν-τὸ ᾽στούδ᾽ (= ὀστούδι) Τραπ. Τὸ φαὶ ἐδέβεν ἀπαγκαικὰ ᾽ς σὴ γούλα μ᾽ (τὸ φαγητὸν κατῆλθε εἰς τὸν οἰσοφάγον μου) αὐτόθ. Οὕλου τοὺ βιˬό του τοὺ πέρασι ἀποὺ τὴ γούλ᾽ τ᾽ Θεσσ. (Ζαγορ.) Τοῦ διˬαόλου ἡ γούλη δὲν ἀφίνει τίποτα Εὔβ. (Στρόπον.). Τοὺν πουνεῖ ἡ γούλα Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) Δὲν ἀφίνει τίποτα ἡ γούλα του Χίος || Φρ. Ἔχει περάσει αὐτὸς ἀπὸ τὴ γούλα dου! (ἐπὶ ἀδηφάγου καὶ μεταφ. ἐπὶ ἀπλήστου) Κρήτ. (Νεάπ.) Αὐτὸς θὰ πάῃ ἀπὸ τὴ γούλα του (ἐπὶ ἀδηφάγου· θὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν πολυφαγίαν) Ἰθάκ. Ἡ ἔρημη ἡ γούλα τὰ καταπίνει οὕλα (ὁμοίως ἐπὶ ἀδηφάγου) Μῆλ. Ἡ ᾽ούα dο ᾽τουνοῦ κατεβάζει σιτάρι, κριθάρι καὶ ἄα ποὰ (ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀπὸ βουλιμίαν τρώγει τὰ πάντα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ γούλα τ᾽ ἀχὼν᾽ ἐγένετον (ἐπὶ ἀδηφάγου) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Ἡ γούλα ᾽τ᾽ πόλεμον ἔχει (ἐπὶ τοῦ ἀδηφάγως ἐσθίοντος καὶ οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ προσέχοντος) Πόντ. Ἐγομῶθεν ἡ γούλα ᾽τ᾽ (ἐγέμισεν ἡ γούλα του· κατελήφθη ὑπὸ λυγμοῦ, ἐπὶ τοῦ θλιβομένου, τοῦ ὁποίου οἱ ὀφθαλμοὶ πληροῦνται δακρύων, ἐνῷ συγχρόνως γεννᾶται εἰς αὐτὸν ἡ τάσις τοῦ καταπίνειν) Ἀργυρόπ. Κερασ. Χαλδ. ᾽Σ σὴ γούλαν σ᾽ νὰ στέκῃ! (ἀρὰ πρὸς φαγόντα τι τὸ ὁποῖον δὲν ἔπρεπε νὰ φάγῃ ἢ ἀπὸ τὸ ὁποῖον δὲν ἔφαγεν ὁ καταρώμενος) αὐτόθ. Συνών. φρ. Νὰ σοῦ σταθῆ ᾽ς τὸ στομάχι. Ἡ γούλα ᾽τ᾽ τρανὸν ἔν᾽ (ὁ φάρυγξ του εἶναι μεγάλος· ἐπὶ πλεονέκτου καὶ ἀπλήστου ἀνθρώπου) Ἀργυρόπ. Τρανὸν γούλαν ἔχει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Τὴν γούλα σ᾽ τσὶ ἐντράνεσεν; (την διατροφήν σου ποῖος ἐφρόντισεν, ποῖος σὲ ἔθρεψεν;) Κερασ. Ἡ γούλα σ᾽ ἐξῆβεν (ὁ φάρυγξ σου ἐξεβλήθη· ἐπὶ τῶν εὑρόντων ἀνέλπιστόν τι πρᾶγμα) αὐτόθ. ᾽Σ σὴ γούλα σ᾽ ᾽κ ἐρροῦξεν (δὲν ἀνήκει εἰς τὸν φάρυγγά σου, δὲν σὲ ἐνδιαφέρει, μή ἐπεμβαίνης εἰς τὰ ἀλλότρια κατὰ τρόπον ἐνοχλητικὸν) Πόντ. Σίτα κνέσκεται ἀποπέσ᾽ ἡ γούλα σ᾽, τὸ λόο σ᾽ εὐτάνε (ὅταν ξύνεται ὁ φάρυγγάς σου, ὁμιλοῦν δι᾽ ἐσὲ) Ἀντρεάντ. Ἡ γούλα σου κ᾽ ἡ τσούπα σου κ᾽ ἡ τρακαλαφατίνα σου (ἐπὶ λαιμάργου, ὁ ὁποῖος συνεχῶς σκέπτεται τὸν στόμαχόν του, τὸ στούπωμά του δηλ. τὸν κορεσμὸν του καὶ τὸ τριπλοῦν, ἂν εἶναι δυνατόν, καλαφάτισμά του, ἤτοι τὴν τριπλῆν ἐξ ἐδεσμάτων ἐπίχρισιν τοῦ στομάχου του) Πόντ. || Παροιμ. Ἀπὸ τὴ γούλα σου ἔκαψες τὴ σακκούλα σου (ἡ λαιμαργία ἄγει εἰς πενίαν) Πελοπν. (Γορτυν.) Τὸ ποδάρι σ᾽ ἂν ᾽κὶ κεμπροῦται, ἡ γούλα σ᾽ ᾽κὶ γιˬαγλαεύκεται (ἂν δὲν πατήσῃς κοπριές, δὲν λιπαίνεται τὸ στομάχι σου· τ᾽ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται) Ἀντρεάντ. Συνών. Φρ. Ἂν δὲν βρέξῃς πόδιˬα, δὲν τρώς ψάρι. Συνών. γλοῦπος, γουργούρι, καταπινάρι, καταπίτης, καταπιˬῶνας, καταπόθρα, λαιμός, λάρυγγας, σκάφος. β) Συνεκδ. Ποσότης ὑγροῦ χωροῦσα εἰς τὸ στόμα καὶ δυναμένη ἐφ᾽ ἅπαξ νὰ διέλθῃ διὰ τοῦ οἰσοφάγον, νἀ καταπωθῇ Εὔβ. (Κουρ.) Ρόδ.: Τοῦ ᾽ρριξα μιὰ γούλα νερὸ Κουρ., ᾽Èν εἶχε τὸ κανάτι νερό, μ-μιˬὰ γ-γούλα μοναχὰ αὐτόθ. || Φρ. Πνίεται σὲ μιˬὰ βούλα νερὸ (ἐπὶ ἀνικάνου διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν καὶ τῆς παραμικρᾶς δυσκολίας) Ρόδ. Συνών. φρ. Πνίγεται σὲ μιˬὰ κουταλιˬὰ - χούφτα νερό. γ) Ὁ λαιμὸς ἐξωτερικῶς, ὁ τράχηλος Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κάρς Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Σούρμ. Χαλδ.): Κριμασμένους ἀπ᾽ τὴ γούλα Μαΐστρ. Ἔκοψαν τὴ γούλα ἁτ᾽ (ἔκοψαν τὸν λαιμόν του) Τραπ. Ἔπιˬασέ με ἀσ᾽ σὴ γούλαν νὰ φουρκίζ᾽με (μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸν νὰ μὲ πνίξῃ) Ὄφ. Τραπ. Ντὸ πολλὰ λέραν ἔ᾽ ἡ γούλα σ᾽ (τί πολλή λέρα ἔχει ὁ λαιμός σου) Τραπ. Ὀπίσ᾽ ᾽ς σὴ γούλα μ᾽ κἄτ᾽ λαταρίζ᾽, γιὰ τέρεν γιˬὰ μ᾽ ἔν᾽ φτεῖρα (ὀπίσω εἰς τὸν τράχηλόν μου κἄτι κινεῖται, κοίταξε μήπως εἶναι ψεῖρα) Χαλδ. Τὸ λύκο ἐρώτεσαν ἀτουν, ἡ γούλα σ᾽ χοντρὸν γιˬατί ἔν᾽ καὶ ἐεῖνος εἶπεν, ἐφτάω τὰ δουλείας -ιμ μοναχὸς (ρώτησαν τὸν λύκο κάποτε, γιατὶ ὁ λαιμός σου εἶναι τόσο χοντρὸς καὶ ἐκεῖνος ἀπήντησε, κάνω τὶς δουλειές μου μόνος) Πόντ. (Νικόπ.) || Φρ. Ἐκρέμασεν τὴν γούλαν (ἐπικράθη, ἐλυπήθη) Ἴμερ. Κοτύωρ. Χαλδ. Ἐζούλ᾽τσεν τὴ γούλαν ἀτ᾽ καὶ στέκ᾽ (ἐλύγισε τὸν λαιμόν του καὶ στέκεται· ἐπὶ τεθλιμμένου, ἰδίᾳ ἐπὶ ὀρφανῶν) Ἀντρεάντ. ᾽Σ ἐσὲν ἐγὼ γούλαν ᾽κὶ κλίνω (εἰς ἐσένα ἐγὼ δὲν κλίνω τράχηλον, δὲν ταπεινώνομαι) Πόντ. Ἀσ᾽ σὴν ἀνεείαν κλίνω γούλαν (ἕνεκα πτωχείας κλίνω τὸν τράχηλον, ταπεινώνομαι) Κερασ. Χοντρὸν γούλαν ἔχ᾽ (ἐπὶ λαιμάργου· ἔχει χοντρὸ λαιμὸ) Ὄφ. Τραπ. Τὸ κρῖμαν ᾽ς σὴν γούλαν τ᾽ (ὑπέχει εὐθύνην ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει ἢ γίνεται αἰτία νὰ ζημιωθῇ ἄλλος καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον, ἢ νὰ ἁμαρτήσῃ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμῇ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ διότι τοῦ τὸ ἐπιβάλλουν) Πόντ. Βλ. Α. Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ. 14 (1949), 32-34. Συνών. φρ. Τὸ κρῖμα ᾽ς τὸ λαιμό του. || Παροιμ. Ντὸ ἔν᾽ τῆ καμελὶ ὀρθόν, νὰ ἔτον καὶ ἡ γούλ᾽ ἀθέ; (ποῖον μέρος τοῦ σώματος τῆς καμήλας εἶναι ἁρμονικόν, διὰ νὰ εἶναι καὶ ὁ λαιμός της; ἐπὶ τοῦ μωρῶς ἐπιδεικνύοντος τήν εὐτυχίαν του) Τραπ. Ἐχτάλεψεν ὁ πετεινὸν κ᾽ εὗρεν τῆ γούλας ἀτ᾽ μααίρ᾽ (ἐσκάλισεν ὁ πετεινὸς καὶ βρῆκε μαχαίρι διὰ τὸν λαιμό του· ἐπὶ τῶν ὑποκινούντων τὰ ἴδια κακὰ) Χαλδ. Συνών. παροιμ. Λαγὸς τὴν φτέρην ἔτριβε, κακὸ τῆς κεφαλῆς του. || ᾌσμ. Γράφω γράμμαν καὶ στείλω σε, χτυπῶ κιˬ᾽ ᾶπάν᾽ τὴ βούλλα μ᾽· ἄρ᾽ εἶδες πῶς ἐποῖκα σε κ᾽ ἐκρέμασες τὴν γούλαν; Κρώμν. Εἶεν τὰ χέρ ᾽τ᾽ πίσταυρα, τὴν γούλαν κρεμασμένον κιˬ ἄλλ᾽ ἀποπίσ᾽ ὁ κύρης ἀτ᾽ φτουλί᾽ τὰ γέν ᾽τ᾽ κ᾽ ἔρται κιˬ ἄλλ᾽ ἀποπίσ᾽ ἡ μάννα του καταματοῦται κ᾽ ἔρται (᾽πίσταυρα = ὀπίσω του ἐσταυρωμένα, δεμένα, φτουλί᾽ = μαδᾷ) Πόντ. 3) Τὸ στόμα Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Κάρπ. Μακεδ. (Βελβ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ.) - Λεξ. Βλαστ. 386: Φρ. Ἔ τὴ γούλα τ᾽ ἀνοιχτὴ (εἶναι φαγᾶς· ἐπὶ λαιμάργου) Ζαγορ. Ἂ θήκωμε κουτούνα ᾽ς σὴ γούλα (᾽ὰ = θά, κουτούνα = ἡ κεφαλή τοῦ ἀραβοσίτου μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ καρποῦ· θὰ θέσωμεν βούλλωμα εἰς τὸ στόμα· εἰρωνικῶς ἐπὶ περιστάσεως κατὰ τὴν ὁποίαν τελειώνουν αἱ τροφαὶ ἢ παρουσιάζεται δυσχέρεια οἰκονομικὴ δυσυπέρβλητος) Κοτύωρ. || Γνωμ. Ἀ᾽ τὴ ᾽ούα bαίνου dὰ κάλλη (ἀπὸ τὸ στόμα μπαίνει ή ὀμορφιά· ὁ τρώγων καλῶς ἀποκτᾷ καὶ καλὴν ἔκφρασιν προσώπου καὶ γενικῶς σώματος) Ἀπύρανθ. Συνών. γνώμ. Ἀπ᾽ τὸ στόμα μπαίν᾽ ἡ χάρη. β) Τὸ ἄτομον Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Ἑφτὰ γούλας εἶμες ἀπέσ᾽ ᾽ς σὸ ὀσπίτ᾽, οὕλ᾽ θέλ᾽νε φαγεῖν (εἴμεθα ἑπτὰ ἄτομα εἰς τὸ σπίτι καὶ ὅλοι θέλουν νὰ τρώγουν) Χαλδ. || Φρ. Ἐφτωχὸς καὶ πουγαλεμένος, πέντε γούλας (πτωχὸς καὶ δυστυχής, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τρέφῃ πέντε ἄτομα· ἐπὶ παντελοῦς ἐνδείας) Χαλδ. Τίλα νὰ ντρανᾷ δέκα γοῦλες ἕνα χέρι; (πῶς νὰ συντηρήση δέκα ἄτομα ἕνα χέρι;) Οἰν. Συνών. φρ. Ἔχει νὰ ταΐσῃ πέντε στόματα. γ) Ὁ ἀνακογχυλισμὸς ὑγροῦ εἰς τὸ στόμα ἢ τὸν φάρυγγα πρὸς θεραπείαν νοσήματός τινος ἐν αὐτῷ Εὔβ. (Κουρ.): Ἔβρασα χαμομήλι νὰ κάμω δυˬὸ τρεῖς γοῦλες γιˬὰ τὰ δόντιˬα μου. Συνών. γαργάρα 1. δ) Ἡ σιαγών, ἡ παρειὰ Θήρ. Πελοπν. (Γαργαλ.): Ἤτρωε μὲ τσὶ δυˬὸ τζη γοῦλες Θήρ. Ἔχει μνιˬὰ γούλα ροδοκόκκινη σὰ dὸ ρόιδο Γαργαλ. Συνών. κάτηνο, μαγούλα, μάγουλο, μασέλα. ε) Ὁ ἀδήν ἀμυγδαλῆ τοῦ λάρυγγος Εὔβ. (Κάρυστ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Κριτσ. Μεραμβ. Νεάπ. Ρέθυμν. Σητ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.: Κουφῶ τὲς βοῦλες (τρίβω τὰς ἀμυγδαλᾶς διὰ τοῦ δακτύλου ἢ δαγκάνω τὸν ἀντίχειρα ἀπὸ τὴν μίαν ἄρθρωσιν αὐτοῦ εἰς τὴν ἄλλην, διὰ νὰ πυορροήσουν αἱ ἀμυγδαλαὶ καὶ οὕτω νὰ θεραπευθοῦν) Ρόδ. Ἐκάτσαν οἱ βοῦλες μου (ἐθεραπεύθησαν αἱ ἀμυγδαλαῖ μου, ἔφυγε τὸ πρήξιμό τους) αὐτόθ. Ἡ γούλα μου μὲ πονεῖ Σύμ. Πρηστήκανε οἱ γοῦλες μου Κάρυστ. Τὴ γούλα dου ἔχει τὸ κοπέλι, μόνο κάτσε νὰ τὸ γητέψῃς Μεραμβ. Ἡ πραχτικὴ γιˬάτρουσσα κάνει ἐdριβὲς ᾽ς τὴ γούλα Νεάπ. Ἐκατέησαν οἱ ᾽οῦλ-λες μου (ἐπρήστηκαν αἱ ἀμυγδαλαῖ μου) Ἔλυμπ. Ἡ γούλα εἶχ᾽ ἐννιά ᾽δελφοὺς κιˬ ἀποὺ τσ᾽ ἐννιˬὰ ᾽ς τσ᾽ ὀχτώ, κιˬ ἀποὺ τσ᾽ ὀχτὼ ᾽ς τσ᾽ ἑφτὰ κιˬ ἀποὺ τσ᾽ ἑφτὰ ᾽ς τσ᾽ ἕξε (ἐπῳδ.) Νεάπ. ἅις-Γιˬάννης ἐπέρασε, ἡ γούλα κιˬ ὁ πονόλαιμος ἐπνίγηκε (ἐπῳδ) Ρέθυμν. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀγαπίου, Γεωπον., 100 «μόνον βλάπτει τὸν λαιμόν, ὅταν εἶναι ἀπὸ μέσα πληγωμένος ἤ ἔχεις τὴν γούλαν σου». Συνών. γαργαλίδα 1β, γαργαλίδι 1β, γαργάλωνας 1, γαργαλώνι 1, γαργαλήθρα 2, γουλὶ (Ι) 2, λαιμός. στ) Οἱ ὑπογνάθιοι ἀδένες Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. ζ) Μεταφ., ὁ λαιμός, τὸ στόμιον διαφόρων ἀντικειμένων, οἷον τοῦ ἀσκοῦ, τῶν δοχείων, τῶν ποδείων, τοῦ φούρνου, τῆς κάννης τοῦ ὅπλου, τῆς σκάφης τοῦ ἀνεμομύλου κ.ἄ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) Τσακων.: Βά᾽ τὸ χωνὶ αὐτοῦ ᾽ς τὴ γού᾽ νὰ ρίξω τὸ μοῦστο Εὔβ. (Ψαχν.) Νὰ βρέξουμι τ᾽ γού᾽ νὰ βγάνουμι τυρὶ Εὔβ. (Στρόπον.) Εἶ᾽ στινὴ ἡ γού᾽ τοῦ διρματιˬοῦ Σάμ. Στίψε τὴ γούλη τοῦ ἀσκιˬοῦ Πελοπν. (Τριφυλ.) Μ᾽ τσά᾽σι ὅλις τσ᾽ γοῦλις ἀπὸ τσ᾽ γαράφις (μοῦ ἔσπασε ὅλα τὰ στόμια τῶν μπουκαλιῶν) Ἤπ. (Ἑλληνικ.) Ἡ τέρα ἔ᾽ νιρὸ μέχρι τ᾽ γού᾽ Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Πίν᾽ τσίπ᾽ρου μὶ τ᾽ γού᾽ αὐτόθ. Δέσι καλὰ d᾽ γού᾽ d᾽ διρματιˬοῦ μὶ γιρὸ τσιγό᾽ μὴ σ᾽ ᾽υηθῇ ᾽ς τοὺ δρόμου τοὺ κρασὶ (τσιγό᾽ = χονδρὸς σπάγγος, ᾽υηθῇ = χυθῇ) Σάμ. Γύρνα ἰδωιˬαιˬὰ τ᾽ γού᾽, νὰ πιˬάσου νιρὸ ἀπ᾽ τ᾽ βαρέλα (ἰδωιˬαιˬὰ = ἐδῶ δὰ) Στερελλ. (Γραν.) Τῆ λαηνὶ - τῆ σταμνὶ ἡ γούλα Χαλδ. Τσῆ λαηνίτσας μουνα ἡ γούλα ἐτσακῶθε (τῆς σταμνίτσας μου ὁ λαιμὸς ἔσπασε) Οἰν. Στενὸν ἐποῖκες τ᾽ ὀρταρί᾽ τὴ γούλαν (ἔκαμες στενὸν τὸν λαιμὸν της κάλτσας) Χαλδ. Ἔδεσα τῆ σακκὶ᾽ τὴ γούλαν (ἔδεσα τὸ στόμιον τοῦ σάκκου) αὐτόθ. Βοῦε τὰ γούα τοῦ φούρνου νὰ μὴ φύνῃ ἡ άρα (βούλλωσε την γούλα, τὸ στόμιον τοῦ φούρνου διὰ νὰ μὴ φεύγη ἡ φωτιὰ) Τσακων. Ἡ γού᾽ ἀπ᾽ τοὺ τ᾽φέκι Θεσσ. (Ἀμπελάκ.) Ἡ ᾽ούα ᾽ναι κάτω - κάτω ᾽ς τὴ gοφινίδα ποὺ περνᾷ τὸ ᾽έννημα καὶ πάει ᾽ς τὴ bέτρα, ιˬὰ ν᾽ ὰλεστῇ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάει ἴσιˬα ᾽ς τὸ τομάρι μὲ τὸ βούτυρο· λύνει τὴ γούλη του, βάζει τὸ χέρι της μέσα καὶ βγάζει ἀλοιφὴ (= χοίρειον λίπος) Δ. Λουκόπ., Βουν. Κατσαντ., 112-113 || Φρ. Μὶ τ᾽ γού᾽ τοὺ ρίχ᾽ (βρέχει καταρρακτωδῶς) Στερελλ. (Γραν.) Βρέχει πολύ, γύρισ᾽ ὁ Θεός τὴ γούλη κάτου Ἤπ. (Ριζοβ.) Συνών. φρ. Τὸ ρίχνει μὲ τ᾽ ἀσκὶ - μὲ τὸ τουλούμι - μὲ τὴν τρόμπα Συνών. γουλὶ (Ι)4. η) Ὁ ἀγωγὸς διὰ τοῦ ὁποίου φέρεται ὁ σῖτος ἀπὸ τὴν σκάφην τοῦ μύλου εἰς τοὺς λίθους πρὸς ἄλεσιν Καστ. Κρήτ. (Νεάπ.) Πελοπν. (Δαιμον.) Χίος. Συνών. γουλὶ (Ι) 6. θ) Ἡ ξυλίνη σκάφη τοῦ μύλου, ἐντὸς τῆς ὁποίας τίθεται ὁ πρὸς ἄλεσιν καρπὸς Εὔβ. (Βρύσ. Κάρυστ.) Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. (Ζερβιαν. Κίσ. Ραμν. Ρέθυμν. Χαν.) Κύθηρ. Μέγαρ. Μεγίστ. Μῆλ. Μύκ. Πελοπν. (Αἴγ. Βλαχοκερ. Γέρμ. Κίτ. Λεῦκτρ. Μάν. Οἴτυλ. Πλάτσ.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) Σῦρ. Τσακων. (Πραστ.) - Λεξ. Βλαστ. 428 Πρω. ι) Ἡ κεντρικὴ ὀπὴ τοῦ ἐπάνω λίθου τοῦ ἀνεμομύλου, διὰ τῆς ὁποίας ρίπτεται ὁ πρὸς ἄλεσιν καρπὸς Ἀνάφ. Ἄνδρ. Ἀντίπαρ. Ἀστυπ. Ἡράκλ. Ἱκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.) Ἴος Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κίμωλ. Κύθν. Μακεδ. (Καστορ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κωμιακ. Φιλότ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα Γέρμ. Δαιμον. Καρυόπ. Κίτ. Μάν. Οἴτυλ. Παιδεμέν.) Πόντ. (Ἀργυρόπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. Τῆν. (Σμαρδάκ. κ.ἀ.) Χάλκ.: Μὴ ρίχνῃς ἄλλο σ᾽τάρι, ἐγιˬόμισε ἡ χούλη τοῦ μύλου Κίτ. Μάν. ᾽Σ τὴν ᾽ούα τοῦ χερόμυου ἐπόμεινε τὸ σιτάρι Φιλότ. Ἐγομῶθεν τῆ χαμαιλέτες ἡ γούλα (ἐγέμισεν ἡ γούλα τῆς μυλόπετρας) Ἀργυρόπ. Ἐγομῶθεν τῆ ειρομυλί᾽ ἡ γούλα (ἐγέμισεν τοῦ χειρομύλου ἡ γούλα) αὐτόθ. Συνών. γουλὶ (Ι) 5. ια) Κατὰ συνεκδ., τὸ ξύλον εἰς τὴν κεντρικὴν ὀπὴν τοῦ λίθου τοῦ ἀνεμομύλου Νάξ. (Φιλότ.) ιβ) Ἡ κεντρικὴ ὀπὴ τοῦ κάτω λίθου τοῦ ὑδρομύλου Λῆμν. ιγ) Κατὰ συνεκδ., χονδρὸν ξύλον τοποθετούμενον εἰς τὴν ὀπὴν τοῦ κάτω λίθου τοῦ μύλου, δι᾽ οὗ διέρχεται κινούμενος ὁ ἄξων τοῦ τροχοῦ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ιδ) Τὸ μέρος τοῦ μύλου, ὁπόθεν ἐξέρχεται τὸ ἄλευρον Ἀμοργ. Μακεδ. (Δεσκάτ.): Τ᾽ ἀλεύρι μαζεύιτι γύρου - γύρου ᾽ς τοὺν κόθρου κιˬ ἀπ᾽ τ᾽ γού᾽ πέφτ᾽ ᾽ς τοὺ σακκὶ Δεσκάτ. ιε) Ἡ ὀπὴ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ πελέκεως, εἰς τὴν ὁποίαν προσαρμόζεται ἡ ξυλίνη λαβὴ αὐτοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἡ ᾽ούα τζ᾽ ἀξίνης Συνών. χωνί. 4) Ἡ κοιλία καὶ γενικῶς τὸ πεπτικὸν σύστημα τοῦ ἀνθρώπου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔ᾽ τ᾽ γού᾽ τ᾽ γιˬουμάτ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Δὲν ἔχομε τὴ γούλη μας μαθημένη σὰν ἐσένα Πελοπν. (Μεσσην.) Δὲ χουρταί᾽ ἡ γού᾽ σ᾽ Στερελλ. (Ἀράχ.) Τὰ πέρασες ὅλα ἀπὸ τὴ γούλη σου Πελοπν. (Πιάν.) Ἐσὺ γιˬὰ τὴ γούλα σου θὰ φᾶς τὸ ἔχει σου (= τὸ βιός σου) Σίφν. Οὕλα τὰ κριˬάτα τὰ τρῶν᾽ οἱ καλλικατζάροι, ἀλλὰ τ᾽ ἄθρωπ᾽νό, λέπ᾽ς, ἔν᾽ ἕνα τσ᾽ ἕνα γιˬὰ τ᾽ γούλα τ᾽νε (ἐκ παραμυθ.) Σκῦρ. Οὑ ἄνθρουπους οὕλο γιˬὰ τ᾽ γού᾽ του δ᾽λεύ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὅλο ρίχνει ᾽ς τὴ γούλα του καὶ δὲ χορταίνει Σῦρ. Ὅ,τι δουλέψῃ,᾽ς τὴν βούλαν τὰ καθίζει Ρόδ. Δουλεύω ᾽ς σὴν γούλα μ᾽ (δουλεύω διὰ τὴν κοιλίαν μου) Ἴμερ. Τ᾽ διˬακονιˬάρ᾽ ἡ γού᾽ δὲ χορταί᾽ Εὔβ. (Μετόχ.) || Φρ. Αὐτός, μάθιˬα μου, ἀγαπᾷ τὴ γούλα του (ἀρέσκεται νὰ καλοτρώγῃ) Θήρ. Κρήτ. Εὐτοῦνος εἶναι τῆς γούλης (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Εὐτὸς κοιτάζει τὴν ᾽ούα dου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Λατρεύει τὴ γούλη του (εἶναι λαίμαργος) Πελοπν. Ἡ γούλα ᾽τ᾽ κ᾽ ἡ προῖκα τ᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τραπ. Χαλδ. Γιˬὰ τὰ γούλας ἀτουν κόλον δίγνε (διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαιμαργίας του φθάνει εἰς άκραίας ὑποχωρήσεις) Πόντ. Ἐγὼ τὴν γούλαν μου τερῶ (ἐγὼ ἐνδιαφέρομαι διὰ τὸν ἑαυτόν μου) Κερασ. Σῦρον τὴ γούλα σ᾽ (φάγε ὀλιγώτερον) Χαλδ. Στένε᾽ ἡ γού᾽ τ᾽ (δὲν τρώγει πολύ) Στερελλ. (Ἀράχ.) || Γνωμ. Ἡ κατὴ ἡ γούλα τὰ ρουγκλάει οὕλα ὁ λαίμαργος κατατρώγει τὴν περιουσίαν) Εὔβ. (Κουρ.) Ὅπ᾽ ἀαπᾷ τὸν ἔρωτα καὶ τήδ δροσοπεζούλ-λα πολ-λὰ καλὰ στερεύγεται ἡ ἔρημή του βούλα (ὁ φυγόπονος πολλῶν πραγμάτων στερεῖται) Κάρπ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Δουκ. εἰς λ. «ἐν τῷ στομάχῳ… ὃ καὶ γούλα ὀνομάζεται… ὡς νὰ χορτάσ᾽ ἡ γούλα του» καὶ Ριμάδ. περὶ Βελισσαρ. στ. 213 (ἔκδ. Wagner, σ. 354) «καὶ οὐ κατῆλθες εἰς νεκρούς οὐδὲ σὲ ᾍδου γούλα» καὶ Μ. Ἰωάνν., Συμφορ. Μορ., σ. 105β «τόσο λαίμαργ᾽ εἶναι ἡ γούλα, | πίνει τὰ ποτάμια οὕλα». Συνών. γουλὶ (Ι) 1. 5) Ἐκατέρα τῶν κυλινδρικῶν ἐξοχῶν, αἱ ὁποῖαι εὑρισκόμεναι εἰς τὴν ἄνω καὶ κάτω γωνίαν τοῦ θυροφύλλου εἰσχωροῦν εἰς ἀντίστοιχα κοιλώματα τοῦ ἀνωφλίου καὶ κατωφλίου καὶ διευκολύνουν τὸ ἄνοιγμα καὶ κλείσιμον τῆς θύρας Καππ. (Ἀνακ. Φλογ.) Λυκαον. (Σίλ.): Ποίκαμε τὸ θύρα μὲ τὸ ούλα τ᾽ (κατεσκευάσαμεν τὴν θύραν μὲ τὴν γούλαν της) Φλογ. || Φρ. Ἐτὰ τὰ Δωδεκάμερνα ἃς κε͜ιόταν δώδεκα χρόνους καὶ θύρας τὸ ούλα ἂς κλώισκεν σὸ μάτι μ᾽ μέσα (αὐτὰ τὰ Δωδεκάμερα ἂς ἦταν δώδεκα χρόνια καὶ μακάρι τῆς θύρας ἡ γούλα νὰ γύριζε μέσα εἰς τὸ μάτι μου) αὐτόθ. β) Κατὰ συνεκδ., ἡ εἰς τὴν ἄνω καὶ κάτω γωνίαν τοῦ ἀνωφλίου καὶ κατωφλίου κοιλότης, ἐντὸς τῆς ὁποίας στρέφεται ἡ γούλα τῆς θύρας Καππ. (Ἀνακ. Φλογ.) Λυκαον. (Σίλ.) Συνών. γουλὶ (Ι) 8. 6) Τὸ σακκοειδὲς ἄνοιγμα τῶν ἁλιευτικῶν δικτύων ἐντὸς τοῦ ὁποίου συσσωρεύονται τελικῶς οἱ ἁλιευθέντες ἰχθύες Ἄνδρ. (Κόρθ.) Κέως Κύθν. Λευκ. Μύκ. Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) Τῆν. Χίος: Ἡ γούλα τσῆ τράτας εἶναι τὸ τελευταῖο μέρος τοῦ διχτυˬοῦ μὲ τὰ μικρὰ μάτιˬα ποὺ κλείνει τὰ ψάριˬα Μύκ. Συνών. γαστέρα 4γ. β) Κατὰ πληθ. τὰ πλάγια μέρη, αἱ πτέρυγες, τὰ πλευρὰ τοῦ σάκκου τῶν δικτύων, Ἀλόνν. Κάλυμν. Κύθν. Νίσυρ. Σκόπ. Σῦρ. - Π. Παναγιωτόπ., Ἰχθ. ἀναδρομικ., 470. Συνών. τοῖχος. 7) Τὸ ἐπικαμπὲς τμῆμα τοῦ ἀρότρου, τὸ προσαρμοζόμενον κατὰ τὸ ἕν ἄκρον εἰς τὸν ἱστοβοέα καὶ κατὰ τὸ ἕτερον εἰς τὴν φέρουσαν τὸ ὑνίον βάσιν, ὁ γύης, ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ἱστοβοεύς πολλαχ.: Ἅμαν εἶναι ἡ ᾽ούα χαμηλή, λένε πὼς εἶναι ᾽ουιˬάρικο τὸ σύνεργο καὶ πιˬάνει χόρτα (σύνεργο = ἄροτρον) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔσπασ᾽ ἡ γούλα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Ἡ σπάθη καὶ ἡ παρασπάθη βαστοῦνε τὴ γούλα, ἅμα μ᾽ἀbερδέψῃ τὸ ᾽ν-νὶ Κῶς (Πυλ.) Κουdά ᾽ς τὴ g᾽dούρα εἶι τοὺ γού᾽ κὶ πάνου ᾽ς τοὺ γού᾽ εἶι γ-ἡ ἀbό᾽ (g᾽dούρα = κουντούρα) Λῆμν. Ἡ γούλα ᾽ναι δροσερὴ καὶ γιˬὰ ᾽κε͜ιονά ᾽ναι βαρὺ τ᾽ ἀλέτρι Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) || ᾎσμ. Ἐσένα πρέπει, ἀφέdη μου, ἀλέτρι καρυδένιˬο, νά ᾽χῃ τὴν ἔχερη χρυσῆ, τὴ γούλα κυπαρίσσι, τὸ ζεύτη σου μεταξωτό, τσὶ ζεῦλες bακιρένιˬες Κρήτ. (Νεάπ.) Συνών. γουλάδα, γουλὶ (Ι) 10. β) Ὁ κοντὸς ὁ συνδέων τὸν βωλόσυρον μετὰ τοῦ ζυγοῦ Κύθηρ. γ) Ἐπίμηκες ξύλον, εἰς τὸ ὁποῖον οἱ ποιμένες προσδένουν τὰς αἶγας κατὰ τὴν κουρὰν Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Συνών. τράβα. Διὰ τὴν σημασίαν πβ. Δουκ. εἰς λ., ἔνθα «γούλα... στέλεχος, κορμὸς». δ) Τὸ στρογγύλον μέρος τῆς κώπης, παρὰ τὸ σημεῖον προσδέσεως αὐτῆς εἰς τὸν σκαλμὸν Κύθηρ. ε) Τὸ κάθετον ξύλον τοῦ χειρομύλου, διὰ τοῦ ὁποίου κινεῖται ἡ ἄνω μυλόπετρα Κύπρ. στ) Ὁ ἄξων τῆς ἠλακάτης Καππ. ζ) Ἡ κνήμη τοῦ ποδὸς Τσακων. (Χαβουτσ.): Οἱ ἀγοῦλε σ᾽ πονῶντε (οἱ γάμπες του πονοῦν). 8) Ξύλον ἔχον αὔλακα, ἐντὸς τῆς ὁποίας στοιβάζουν τὰ φύλλα τοῦ καπνοῦ, διὰ νὰ λάβη σχῆμα ἡ δέσμη αὐτῶν Κάλυμν. 9) Τὸ κυκλικὸν περίφραγμα τῶν λίθων τοῦ μύλου Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 10) Μεγάλη ἔκτασις γῆς μεταξὺ δύο ὑψωμάτων Κρήτ. Συνών. γουλὶ (Ι) 11, λαιμός. β) Μέρος γωνιαῖον καὶ ὑπήνεμον Μακεδ. (Βλάστ.) 11) Αὐλὼν Λεξ. Γαζ. (εἰς λ. αὐλών). 12) Πηγὴ ὕδατος Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.). 13) Τὸ κέντρον τοῦ τροχοῦ τῆς ἀνέμης Σίφν.: Ἡ γούλα τῆς σβίγας. 14) Ὡς ἐπίθ, ὁ λαίμαργος Πόντ. (Οἰν.): Ὅλοι ἄτουνα γοῦλες εἶναι (ὅλοι αὐτοὶ εἶναι λαίμαργοι). Τρώς τρώς καὶ ᾽κὶ χορταίνεις, γούλα! 15) Ὡς οὐσ., ἡ λαιμαργία Αἴγιν. Ἀνάφ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ.) Θεσσ. Ζαγορ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶγιν. Μάδυτ Τσακίλ.) Ἴμβρ. Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κυνουρ. Λάστ.) Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Πανορμ.) Ρόδ. Τῆν. Χίος (Φυτ. κ.ἀ.) - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 3,33 - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.: Εἶδες γούλα ποὺ τὴν ἔχει! Οὕλο νὰ τρώῃ θέλει Αὐλωνάρ. Ἀπ᾽ τὴ γούλιˬα τ᾽ κάθι μέρα ἀρρουστάει Τσακίλ. Ἀποὺ τ᾽ γού᾽ του δὲν τοῦ πιρίσσι᾽ νὰ φτε͜ιάσῃ ἕνα βρακὶ Ζαγορ. || Γνωμ. Ἡ γούλα τὰ καταλάει οὕλα (ἡ λαιμαργία καταστρέφει τὰ πάντα, ἐπιφέρει ὁλικὴν οἰκονομικὴν καταστροφὴν) Αἴγιν. ᾽Η γούλα ἔφαε τὴ γοῦνα (διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαιμαργίας ἐπώλησεν ἀκόμη καὶ τὴν γούναν) Σταυρ. Ἡ γούλα τρώει τὸ γουλᾶ (γουλᾶς = πύργος· ἡ λαιμαργία καταστρέφει τὸν οἶκον) Λάστ. Ἡ γούλα βουλιˬάζει καράβι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κυνουρ. Ἡ γούλα κάστρα χαλᾷ καὶ κάστρα παραδίδει (ἡ ἱκανοποίησις τῆς λαιμαργίας ἄγει εἰς σοβαρώτατα σφάλματα) Λάστ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Πβ. καὶ Μ. Δεφαράν., Λόγοι διδακτ., στ. 231, εἰς Λαογρ. 11 (1934 - 1937), σ. 37 «Ἡ γούλα κάστρη καταλεῖ καὶ μετ᾽ αὐτὰ διˬαβαίνει». 16) Ἡ πεῖνα Ἀμοργ. Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.): Φρ. Ἡ γούλα ἐντροπὴν ᾽κ᾽ ἐξέρει (ὁ πεινασμένος δὲν ἐντρέπεται νὰ ζητήσῃ τροφὴν) Πόντ. Οὕλα ἀμπαλίγουνταν, ἡ γούλα ᾽κὶ ἁμπαλίεται (ὅλα μπαλώνονται, ἡ πεῖνα δὲν μπαλώνεται) Κοτύωρ. 17) Ἡ ὄρεξις, ἡ γεῦσις Κεφαλλην. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. Σάμ. Χίος (Πυργ. κ.ἀ.) Ἡ ᾽ούα dου τὸ παρακαλεῖ εἶdα να φάῃ, εἶdα νὰ πιῇ Ἀπύρανθ. Τὴν ἀρωτᾷ ἡ ᾽ούα τζη εἶdα νὰ φάῃ (ἔχει νὰ φάῃ ὅ,τι θέλει, ὥστε γεννᾶται ζήτημα ὀρέξεως τί νὰ διαλέξῃ, ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά· ἐπὶ εὐπορούσης) αὐτόθ. Ἡ γούλα του τὸ τραυᾷ Ρόδ. Πβ. διὰ τὴν σημ. καὶ Μάνθ. Ἰωάνν., Συμφορ. Μορ. 105β «πάντα ἡ γούλα του ζητάει | πᾶσα πρᾶμα νὰ φάῃ» || Φρ. Πρᾶμα ποὺ κάνει γόλα (ἐπὶ καλοῦ πράγματος κινοῦντος εἰς ἐπιθυμίαν πρὸς κτῆσιν αὐτοῦ) Κεφαλλ. 18) Ἡ χαρά, ἡ εὐχαρίστησις Προπ. (Ἀρτάκ.): Φρ. Εἶμαι ᾽ς τὶ γοῦλες – ιμ (ἔχω μεγάλην χαράν· ἡ φράσις προῆλθεν άπὸ παιδιὰν βόλων, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ κερδίσας ἐπιφωνεῖ ταύτην). 19) Τὸ φαγητὸν Ζάκ. Μακεδ. (Βελβ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀb᾽ d᾽ γού᾽ τοὺ κόφτου κὶ τοὺ στέλνου (τὸ κόπτω ἀπὸ τὸ φαγητόν μου, τὸ ἀφαιρῶ ἀπὸ τὴν τροφὴν μου καὶ τοῦ τὸ στέλλω) Βελβ. Μιὰ gουλούρα θὰ κόβγ᾽ ἀ᾽ τὴ ᾽ούα μας νὰ σ᾽ τὴ δώνω Ἀπύρανθ. Δὲν ἔχει, μ᾽ ἂς τὸ κόβγῃ ἁ᾽ τὴ ᾽ούα τζη αὐτόθ. 20) Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος Χίος (Καρδάμ.): Ἡ πρώτη - δεύτερη - τρίτη γούλα τοῦ πετεινοῦ (τὸ πρῶτον περὶ τὸ μεσονύκτιον λάλημα τοῦ ἀλέκτορος, τὸ δεύτερον κατὰ τὸ διάστημα μεταξύ πρώτης καὶ δευτέρας πρωινῆς ὥρας, τὸ τρίτον μεταξὺ τρίτης καὶ τετάρτης πρωινῆς ὥρας). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γούλα καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Κύπρ. κ.ἀ. καὶ Γού᾽ Ἤπ. (Ἄγναντ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA