γουρουνοκούκκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοκούκκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνοκούκκι τό, Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 12 γ᾽ρουνοκούκκι Μεγίστ. γουρ᾽νοκούκκι Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ κουκκί.
Σημασιολογία
Τὰ φυτά: α) Ὑοσκύαμος ὁ μέλας (Hyoscyamus niger) καὶ β) Ὑοσκύαμος ὁ λευκὸς (Hyoskyamus albus) ἀμφότερα τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae), χρησιμοποιούμενα καὶ ὡς φάρμακα διὰ τὰς ἀρρωστίας τῶν χοίρων ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγριοκαπνός, ἀγριοτούτουνο, ἀρζάκι, γεροντάκι 3, γέροντας Β2, γέρος Β10, γερούλι, γιˬατρὸς Β3, γλιˬατζιˬᾶς, γλύκυˬαμος, γλοϊδᾶς, δίσκυˬαμος, δαιμοναριˬά, δοντόχορτο, λιτσάρμο, στρουμπάρα, τρίσκυˬαμος, σκυˬάμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA