γυˬαλαρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλαρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλαρε͜ιὸ τό, ἐνιαχ. γυˬαλαρεῖο Ζάκ. (Βολύμ. Μαχαιρᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρε͜ιό.

Σημασιολογία

Ὑαλοπωλεῖον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ βράδυ ἀπαdέχει᾽ς τὸ δρόμο τση ἓνα γυˬαλαρεῖο (ἐκ παραμυθ.) Μαχαιρᾶδ. Συνών. γυˬαλάδικο (διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυˬαλάδικος 2).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/