γυˬαλιστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυˬαλιστὸς ἐπίθ. σύνηθ. γυˬαλ-λιστὸς Κάλυμν. Κύπρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. κ.ἀ. γυˬαλ-λd ιστὸς Κῶς Ρόδ. γυˬαλτιστὸς Ἀστυπ. γυˬαλιστὲ Τσακων. ᾽υˬαλιστὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω. Διὰ τὸν τύπ. γυˬαλτιστὸς βλ. Κ. Dieterich, Südl. Sporaden 81. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ στιλπνός, ὁ λάμπων ἔνθ᾽ ἀν.: Γυˬαλιστὰ κ᾽ ἔξυπνα μάτιˬα Χίος. Τρίβει μὲ τὸ μυστρὶ τὸν τοῖχο, γιˬὰ νὰ κάμῃ γυˬαλιστὸ πρόσωπο αὐτόθ. Γυˬαλ-λιστὰ πού ᾽ναιν dὰ κουμbτιˬὰ τοῦ φουστανιˬοῦ της! Κῶς. Ἔγκει ᾽τὸ τέρβουλε ἔι γυˬαλιστέ, ἄφε νι (αὐτὸ τὸ παπούτσι εἶναι στιλβωμένο, ἄφὴσέ το) Τσακων. || ᾌσμ. Εἴκοσι χρόνιˬα ἔκαμα στῆς Βενετιˬᾶς τὰ κάστρη, νὰ σὄβρω χτένιγ- γυˬαλ-λιστὸμ - μὲ τιˬαλιστήραν ἄσπρην Κύπρ. Παραθυράκι μ᾽ γυˬαλιστό, δεῖξε μου τὴν κυρά σου, μ᾽ ἀσήμι καὶ μὲ μάλαμα νὰ φτειˬάσω τὰ καρφιˬά σου Ἤπ. || Ποίημ. Τί νόστιμα παλληκαράκιˬα! μὲ μαῦρα γυˬαλιστὰ σκουφάκιˬα Α. Πάλλη, Ταμπουρ. καὶ Κόπαν, 23. 2) Οὐδ. οὐσ., γυναικεῖον ἐπίσημον ἔνδυμα ἐξ ὑφάσματος μέλανος, στιλπνοῦ Ρόδ. Συνών. βαφτὸ (εὶς λ. βαφτὸς 3).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/