γυˬαλουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυˬαλουρίζω Κρήτ. ( Βιάνν. Σφακ.) γυˬαλ-λουρίζω Κύπρ. Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬαλούρης.

Σημασιολογία

1) Γρυλλώνω, διανοίγω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ θαυμασμοῦ, χαρᾶς ἢ ἀγανακτήσεως Κρήτ. (Βιάνν. Σφακ.) Κύπρ. Κῶς: ᾽Εγυˬαλούρισ᾽ ἡ θε͜ιά, ἅμα τσῆ φέρανε τὸ κριˬὰς Βιάνν. Εἶνdα γυˬαλ-λουρίζει τ᾽ ἀμ-μάδιˬα του; Κύπρ. Συνών. γρυλλώνω. 2) Διανοίγω τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ νὰ ἐκφοβίσω τινὰ Κύπρ.: Ἄν τοῦ γυˬαλ-λουρίσω, ἔν᾽ νὰ τὸν κάμω νὰ μὲν ἠξέρῃ μήτε ποῦ νὰ πάῃ μήτε ποῦ νά ᾽ρτῃ Κύπρ. Μὴν dοῦ γυˬαλ-λουρίζ-ζῃς τοῦ παιδτιˬοῦ ταὶ φουᾶται Κῶς. 3) Λάμπω, ἀκτινοβολῶ Ρόδ. Σύμ. : Γυˬαλ-λουρίζουν τὰ μ-μάτιˬα τοῦ κάτ-τη Ρόδ. 4) Μεταφ., φαίνομαι κάπως ὡραῖος, ἐπὶ γυναικῶν κυρίως Κρήτ. (Σφακ.): Γυˬαλουρίζ᾽ ἡ κοπελιˬὰ τοῦ Μανόλη. Διὰ τὴν σημ. πβ. γυˬαλίζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/