γυμνοσάλιˬαγκας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοσάλιˬαγκας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυμνοσάλιˬαγκας ὁ πολλαχ. γυμνουσάλιˬαγκας Ἴμβρ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν. Γιδ. Κεφαλοχ. Κολινδρ. Ριζώματ. Φλόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. Λεβάδ. κ.ἀ.) γυμνουάλιˬαγκας Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γυμνοσάλιˬακας Χίος (Βροντ.) γυμνοσάλιgας Πελοπν. (Οἴτυλ.) γδυμνοσάλιˬακας Σῦρ. γδυμνοσάλιγκας Πελοπν. (Ὀλυμπ.)-Δ. Σολωμ. 275 γδυμνοσάλιgκας Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) γδεμνοσάλιˬαγκας Τῆν. (Ἰστέρν.) γυμνοσάλιˬαγκος Ἀθῆν.- Π. Γενναδ. Γεωργ. Γλωσς., 13-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. γυμνουσαλιˬαγκὸς Μακεδ. (Σιὰτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνός καί τοῦ οὐσ. σάλιˬαγκας.
Σημασιολογία
Ὁ γυμνός ὁ ἄνευ κελύφους κοχλίας ὁ λεῖμαξ ἔνθ ἀν. : Τώρα τὴν ἄνοιξη γεμίζει τὸ περιβόλι μας γυμνοσαλιˬάγκους Ἀθῆν. Ἅμα γλέπου γυμνουσάλιˬαγκα ἀνακατεύουμι (= αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἔμετον) Μακεδ. (Κεφαλοχ.) Οὑ γυμνουσάλιˬαγκας δὲν ἔ᾽ σαμάρ᾽, τὰ σά᾽γκάριˬα ἔ᾽νι (σαμάρ᾽ = κέλυφος) Μακεδ. (Φλόρ.) Ντῦσε τὸ παιδί σου, ποὺ τ᾽ ἀφίνεις καὶ γυρίζει σὰ γυμνοσάλιˬαγκας Πειρ. ‖ Ποίημ. Δουλειά ᾽χεις, γδυμνοσάλιˬαγκα καὶ βλέπω τοὺς ἀφρούς σου Δ Σολωμ. 275. Συνών. βεῖλε 2 γαιˬδουροσκλημέος, γκόλιˬαβος Α4, γκόλιˬαρος 4 γκόλιˬος Α4, γυμνοκοχλιˬός, γυμνοσαλιˬάγκαρος, γυμνοσαλιγκάρι, γυμνοσαλίγκαρος, γυμνοσαρακόχυλας, γυμνοσκλημέος, λικάσιˬονας, λουμάκα, σαλιˬάρης, σκλημέος, σομιˬαλός. β) Μεταφ., ὁ ἡμιγυμνος Σῦρ. κ.ἀ. : Βρὲ γδυμνοσάλιˬακα ! Σῦρ. γ) Ὁ κόλαξ, ὁ χαμπερπὴς Μακεδ. (Λαγκαδ.) Συνών. γουστερίτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA