γωνιˬάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γωνιˬάδι τό, Βιθυν. (Νικομήδ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσακίλ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) γωνιˬάδ᾿ Θρᾴκ. (Αἶν. Ἐπιβάτ. Τσακίλ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) γουνιˬάδ᾿ Θάσ. Θεσσ. (Μαυρέλ.) Λέσβ. (Πολιχνῖτ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δρυμ. Μεσορ. Σιτοχ.) Σαμοθρ. γ᾿νιˬάδι Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γωνιˬὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδι.
Σημασιολογία
Τὸ ἄκρον, ἡ γωνία ἄρτου Βιθυν. (Νικομηδ.) Θεσσ. (Μαυρέλ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Λέσβ. (Πολιχνῖτ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δρυμ. Μεσορ. Σιτοχ.) Σαμοθρ. Σκῦρ.: Νὰ σένα τὸ γωνιˬάδι, νὰ γίνῃς παππᾶς (λέγει ὁ πατὴρ πρὸς τὸ τέκνον του, ἐνῷ τεμαχίζει τὸν ἄρτον) Αἶν. Πᾶρι ἀπ᾿ τοὺ γουνιˬάδ᾿, μὴ γιμίσ᾿ς ψίχις τοὺν κόσμου Σιτοχ. Ἔδες, ὁ καλοπατθὴς ὅλα τὰ γ᾿νιˬάδιˬα κόβει (καλοπατθὴς= λιχούδης) Σκῦρ. Μένα νὰ μ᾿ δώσ᾿ τοὺ γ᾿νιˬάδι αὐτόθ. Αὐτοὶ τρώγανε καὶ πίνανε καὶ μηδὲ ἕνα γωνιˬάδι ψωμὶ δὲν τόνε στείλανε τὸ φτωχὸ Αἶν. Ἔκοψα γύρω - γύρω τὰ γ᾿νιˬάδιˬα τσαὶ τὸ ξεγ᾿νιˬάδιˬασα (τὸ ψωμί), γιˬατ᾿ ἡ ψίχα μέσα ἔναι ᾿μὴ (= ὠμὴ) Σκῦρ. Οῦτε τσαὶ γ᾿νιˬάδι ἔχε κανένα ψωμί, γιˬατὶ ἔτανε βαριˬὰ τσαὶ τὰ στρίμωξε γιˬὰ νὰ χωρέσ᾿νε τσαὶ κολλήκανε τὸ ἕνα μὲ τ᾿ ἄλλο τσαὶ γίνανε σὰ διˬολιˬὰ (βαριˬὰ= πολλά, διˬολιˬὰ= βιολιὰ) αὐτόθ. Συνών. γωνιˬὰ 4, γωνιˬάδα, γωνιˬάλι. β) Ἡ σκληρὰ ἐξ ὑπερβολικῆς ὀπτήσεως ἐπιφάνεια ἄρτου Θρᾴκ. (Αἶν. Ἐπιβάτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσακίλ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) : Πόνεσαν τὰ δόdιˬα μου μ᾿ αὐτὰ τὰ γωνιˬάδιˬα Τσακίλ. Συνών. κόρα, κύταλο, πέτσα, σκορῖνα, φλόμος. γ) Κατὰ πληθ., τὰ μετὰ τὸ γεῦμα ἀπομένοντα τεμάχια ἄρτου Θάσ. Θρᾴκ. (Αἰν. Σαρεκκλ.): Μὴν ἀφί᾿ς γωνιˬάδιˬα, ᾿ὰ σὲ φἠσ᾿ ἡ ἀγαπητικιˬά σ᾿ Σαρεκκλ. Ἔν᾿ κἄνα δυˬὸ γουνιˬάδιˬα μεσ᾿ ᾿ς τοὺ καλάθ᾿ Θάσ. Συνών. ἀπόκομμα 1Β ἀποκομματιˬὰ 2, ἀποκόμματο, ἀποκούκκουτσο, ἀποκούμμουτσο, κομμότσουλο, κουμμουτσάκι, κουμμούτσι, ξεροκόμματο, ξεροκούμμουτσο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA