γώνιδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γώνιδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γώνιδος ὁ, ἐνιαχ. γώ᾿δους Ἴμβρ. Λῆμν.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γωνίδι. Διὰ τοῦ σχηματισμὸν βλ. Ν. Ἀνδριώτ., Ἀθηνᾶ 42 (1930), 186.
Σημασιολογία
Μέγα τεμάχιον ἄρτου ἐκ τῆς περιφερείας αὐτοῦ ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀγκωνάρα, γωνίδα 1, γωνιδάρα. γωνιδούκλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA