δακέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δακέα ἡ, Πόντ. (Ἰνέπ.) δατσία Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἔδακον τοῦ ρ. δάκνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έα.

Σημασιολογία

1) Τὸ δάγκωμα Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Πόντ. (Ἰνέπ.): Ἡ δατσία τοῦ -υḍḍίου (τὸ δάγκωμα τοῦ σκύλλου) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) 2) Ἡ ποσότης τῆς τροφῆς τὴν ὁποίαν χωρεῖ ἐφ᾿ ἅπαξ τὸ στόμα ἀνθρώπων καὶ ζώων, μπουκκιὰ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.): Μία δατία ἀ-σὲ σπωμί, τυρί, ἀπ-ίδι, μῆλο (μία μπουκκιὰ ἀπὸ ψωμί, τυρί, ἀπίδι, μῆλο) Γαλλικ. Ὅτου κάν-νει τσαὶ γιˬὰ ἥμισο δατία ἁφίν-νει τὸ σκουḍἰ-ḍάτσι του ἀνουκάτου (ἔτσι κάμνει καὶ γιὰ μισὴ μπουκκιὰ ἀφίνει τὸ λαιμουδάκι του ἄνω κάτω) Χωρίο Ροχούδ. || Παροιμ. Οἱ καλὲ δατίε μακραίνουν dὲς ἡμέρε (οἱ καλὲς μπουκκιὲς μακραίνουν τὶς ἡμέρες, ὁ καλά σιτιζόμενος ἐργάτης ἀποδίδει περισσότερον) Μπόβ. Ἡ καλὴ δατία κάννει καλὴν dουλεία (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. || ᾌσμ. Πάει νὰ φάῃ μιὰμ μίνιμο δατία τσαί αφίν-νει τόσ σκοḍ-ḍαρέḍ-ḍο σὰν σορḍᾶτο (Πάει νὰ φάῃ μιὰ μικροσκοπικὴ μπουκκιὰ καὶ ἀφίνει τὸν λαιμὸ σὰν στρατιώτης) αὐτόθ. Τσαὶ γιˬὰ μίαμ μίνιμον dατία χάν-νει τὴζ ζωὴ γιὰ τὴν τζοιλία (καὶ γιὰ μία ἐλαχίστη μπουκκιὰ χάνει τὴν ζωὴ γιὰ τὴν κοιλιὰ) Βουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/