δανεικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανεικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δανεικὸς ἐπίθ. κοιν. δνεικὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) διˬανεικὸς Πόντ. (Οἰν.) δα᾿κὸς κοιν. βορ. ἰδιωμ. βανεικὸς Κάρπ. (Ἀπέρ.) Κάσ. γιˬανεικός Χάλκ. ᾿ανεικὸς Καππ. (Μισθ. Φλογ.) Οὐδ. δανεικὸ τό, δανεικὸν Πόντ. (Ἀντρεάντ. Κρώμν.) δανεικὸ Πόντ. (Ἰνέπ. Ὄφ.) Τσακων. dανεικὸ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Τσολλῖν. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν.) τανεικὸ Ἀπουλ. (Μαρτιν.) δενικὸ Τσακων. (Χαβουτσ.) Θηλ. δανεικὴ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) δανεικὰ ἁ, Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. δανεικός. Βλ. Χρον. Μορ. Η, στ. 1127 (ἔκδ. I. Schmitt.) «ἂν μᾶς ἀπῆραν πρόβατα, ἄλογά τε καὶ βόιδια, ὡς δανεικὰ ἂς τὰ ἐπάρουσιν, ἂν τύχῃ νὰ τὰ στρέψουν». Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπὶ δανείῳ διδόμενος κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Τσολλῖν. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.): Δανεικὸ ἀλεύρι - ἁλάτι - λάδι - ψωμί. Δανεικὰ λεφτά - ροῦχα κοιν. Ἐπῆρα μιˬὰ ὀκᾶ γάλα δανεικὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔχω πάρει δανεικιˬὰ τὴ bαλάdζα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἐσώθησάμ - μας τὰ ψωμνιˬὰ τ᾿ ἐπήραμεδ - δανεικὰ ᾿πὸ τήγ - γειτόνισ- σαν νὰ περάσωμεν ὥστον-νὰ ζ-ζυμώσωμε Κῶς. Ἕνα dέτζερ᾿ ἔχ᾿νι κὶ ᾿κεῖνου δα᾿κό Εὔβ. (Ἄκρ.) Δανεικὰ εἶναι τὰ ψωμιˬὰ ντὰ πῆρα Τραπ. Κ᾿λλίκι δα᾿κό (κ᾿λλίκι = κουλούρι) Μακεδ. (Χαλάστρ.) Νὰ μὶ δώῃς ἕνα ᾿πλόχιρου τραχανᾶν δα᾿κόν Μακεδ. (Γαλατ.) Ἅμα δὲ μὶ φτάσ᾿ ἡ κάνουρα, ἔ᾿ς νὰ μὶ δώσ᾿ς ἰσὺ λίγου δα᾿κιˬὰ (κάνουρα = ὑφάδι) Θεσσ. (Συκαμν.) Θύμου᾿ ἡ Μάρτ᾿ς, πῆρι τρεῖς μέρις δα᾿κιˬὲς ἀπ᾿ τοὺ Φλιβάρ᾿ (ἐκ διηγ.) Μακεδ. (Ἀρν.) Ὁ Μάρτ᾿ παὼ dυˬὸ μέρε δανεικὸ ἀπὸ τὸ Φλεβάρη (παὼ = ἐπῆρε) Χαβουτσ. Ἄγκαμε ἕνα ἄνdε δανεικό, νὰ περαΐτσωμε ὡς τὰ Σάbα (ἐπήραμε ἕνα ψωμὶ δανεικὸ νὰ περάσωμεν ὡς τὸ Σάββατον) Τσακων. || Φρ. Δανεικὰ κιˬ ἀγύριστα (ἐπὶ τῶν μὴ ἀποδιδόντων τὰ δανειζόμενα) κοιν. Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Οὔτι δα᾿κὸ ἀλεύρ᾿ δὲν ἔχουμι (ἐπὶ ἐσχάτης ἀπορίας) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸ δανεικὸν ὁ Θεὸς τό ᾿καμεν (τὸ νὰ δανείζεταί τις εἶναι φυσικὸν γεγονὸς) Ἀμοργ. Τί δανεικό, τί ξένο (ἐπὶ δανείζοντος, ὅτι τὸ δανειζόμενο παύει νὰ εἶναι ἰδικόν του) Ἰόνιοι Νῆσ. Δανεικὸ τὸ δίνεις; (ἐπὶ τῶν πληρούντων τὸ ποτήριον ὕδατος ἢ οἴνου μέχρι χειλέων) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἡ ἀγάπη εἶναι δανεικιˬὰ (ἀμοιβαία) Πελοπν. (Γορτυν.) || Παροιμ. φρ. Ὸ δανεικὸ έσὲ κορδών-νει (ἡ ὑπὸ μορφὴ δανείου παρεχομένη ἐξυπηρέτησις ἀνακουφίζει προσωρινῶς, ἀλλὰ δὲν λύει ὁριστικὰ τὴν ὑπάρχουσαν ἀνάγκην) Καλημ. Συνών. παροιμ. φρ. τὰ ξένα χέριˬα ἀναπεύγουν, μὰ δὲ θεραπεύγουν. Ἰκεῖ π᾿ δὲν ἔδουκις μὴ γυρεύ᾿ς δα᾿κὰ (μὴν ἀπαιτεῖς, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχεις προσφέρει) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Παίρνει τ᾿ ἀλεύριˬα δανεικὰ καὶ τὸ προζύμι ξένο (ἐπὶ πενεστάτου) Πέλοπν. (Πάτρ.) Παίρνου τ᾿ ἀλεύρ᾿ δα᾿κὸ κιˬ ἀναπιˬασμένου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Καστορ.) Γυρι᾿ μὲ δανεικὰ αλεύριˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Δανεικά ᾿ν᾿ τὰ κούρταλα ᾿ς τὸ γάμο (κούρταλα = χειροκροτήματα· ἐπὶ ἀνταποδώσεως τῶν ὁμοίων) Κρήτ. Ἔδ δανεικὰ τὰ πίσκαλα ᾿ς τόγ γάμο (πίσκαλα = χειροκροτήματα· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κύπρ. Δανεικὰ τὰ τούμπανα ᾿ς τὸ γάμο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. Κουλλd ούργκιˬα τοῦ γάμου δανεικὰ (κουλλd ούργκιˬα = κουλλούρια· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ρόδ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Δανεικὰ ᾿ν᾿ τὰ κάστανα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀμοργ. κ.ἀ. Δανεικὰ εἶν᾿ τ᾿ ἀλεύριˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Δανεικὰ ἔν᾿ τὰ λάχανα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σκῦρ. Δανεικὰ εἶ᾿ dὰ προζύμιˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ πίττα δανεικὴ ἔνι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἰνέπ. Ἀπ᾿ τοὺ γύφτου δα᾿κὰ ἀλεύριˬα μὴ γυρεύ᾿ς (μὴ ζητᾷς ἀπὸ κάποιον πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν δύναται νὰ σοῦ παράσχῃ) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τὸ δανεικὸ ἀλεύρι τὸ σπίτι δὲ γιˬομίζει (ὅτι τὸ δανειζόμενον δὲν εἶναι ἱκανὸν νὰ καλύψῃ τὰς ἀνάγκας) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Τὸ δανεικὸ νερὸ ὁ μύλος δὲν τ᾿ ἀλέθει (ὅτι τὸ δανειζόμενον δὲν εἶναι ἱκανὸν νὰ βοηθήση ἀρκούντως) αὐτόθ. Τοὺ δα᾿κὸ ἄλουγου ψουφάει γληγουρότιρα (ὅτι τὰ δανειζόμενα δὲν τυγχάνουν τῆς ἰδίας μεταχειρίσεως μὲ τὰ οἰκεῖα) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Τὰ δανεικὰ φορέματα μήτε ζεσταίνουν μήτε ζεσταίνουdαι (ὅτι διὰ τὴν μέριμναν τῆς ἀποδόσεως τῆς ὀφειλῆς ὁ δανεισθεὶς δὲν ἀπολαμβάνει πλήρως τὴν εὐεργεσίαν) Κεφαλλ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τὰ δανεικὰ σκουτιˬὰ δὲν κρατοῦν ζέστη (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Σκορτσιν.) Ψωμὶν δανεικὸν φαρμάτζιν ᾿ς τὸ στομά-ιν (ὅτι τὸ δανειζόμενον δημιουργεῖ πικρίας καὶ μερίμνας) Κύπρ. (Λευκόνοικ.) Δανεικό, κυρά μ᾿, τ᾿ ἀλεύρι, | δανεικὰ καὶ τὰ προζύμι (ὡς ἀπειλὴ ἀνταποδόσεως τῶν ὁμοίων πρὸς ἄτομον συμπεριφερθὲν ἀπρεπῶς) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Δανεικά, κυρά. τ᾿ ἀλεύριˬα | καὶ μιˬὰ χούφτα παραπάνω (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀθῆν. Τὰ δανεικὰ μᾶς ἐφάγανε τὸ γάλα, μᾶς ἐξεράναν τὴν καρδάρα (ὅτι ἐκ τῶν ἐπανειλημμένων δανείων περιήλθομεν εἰς ἐσχάτην ἔνδειαν) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἔχομε ξένο τὰ γαbρὸ καὶ δανεικιˬὰ τὴ νύφη (ἐπὶ ἀλεπαλλήλων δυσκολιῶν) Κεφαλλ. || Γνωμ. Δυˬὸ φορὲς μεθεῖ τὸ δανεικὸ κρασὶ (ἡ ἀπότισις τῶν ὀφειλομένων εἶναι περισσότερον δυσάρεστος, ὅταν ὁ δανεισμὸς γίνεται πρὸς ἱκανοποίησιν οὐχὶ ἀπαραιτήτων ἀναγκῶν) Κρήτ. Ὅπο͜ιος πίνει δανεικὰ δυˬὸ φορὲς μεθάει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 295. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τοὺ δα᾿κὸ γυρίζ᾿ κὶ τοὺ φίλεμα φεύγ᾿ (τὸ δανειζόμενον ἐπιστρέφει, τὸ φιλοδώρημα ὄχι) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Κάλλιο τὰ βρακιὰ bαλωμένα παρὰ δανεικὰ (καλύτερα νὰ ἀρκεῖται κανεὶς εἰς τὰ ἰδικά του μέσα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι πενιχρά, παρὰ σὲ ἄφθονα, ἀλλὰ δανεικὰ) Κορσ. Παρὰ πολλὰ ταὶ δανεικὰ κάλ-λιˬολ λία ταὶ δικά μας (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κύπρ. Τὸ δανεικὸ δανείζεται καὶ πάλι ὁ κόσμος στέκει (ὅτι τὸ νὰ δανεισθῇ τις δὲν εἶναι τι τὸ φοβερὸν) Πελοπν. (Μεσσην.) Τὸ δανεικὸ δανείζεται καὶ τὸ σπολλάτη βγαίνει (ὅτι ἡ παροχὴ δανείου δὲν συνεπάγεται τὴν ἐπ᾿ ἄπειρον ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης) Πελοπν. (Λακων.) Τὰ δανεικὰ γιˬὰ ᾿κε͜ιὸν ὁποὺ τὰ δίνει εἶναι καλὰ (διότι δὲν εὑρίσκεται αὐτὸς εἰς δυσχερῆ οἰκονομικὴν κατάστασιν) Ἰόνιοι Νῆσ. Παῖρνε δανεικὰ καὶ ξόδιˬαζε καὶ τὴ διορία μὴ λησμονᾷς Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ) κ.ἀ. Ἀλλιˬῶς θὰ βγῇς γιˬὰ διακονιˬὰ | κιˬ ἀλλιˬώτικα γιˬὰ δανεικὰ (ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ αἰτοῦντος δάνειον καὶ ἄλλη τοῦ ἐπαιτοῦντος) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἄλλο εἶναι τὸ δανεικὸ | κι ἄλλο εἶναι τὸ γυρευτὸ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Καὶ φωτιˬὰν νὰ πάρῃς δανεική, πρέπει νὰ τὴν πληρώσῃς (καὶ τὸ πλέον ἀσήμαντον ἂν δανειστῇς, πρέπει νὰ τὸ ἐπιστρέψῃς) Ἀμοργ. Μὴ δίνῃς δανεικό, γιˬὰ νὰ κοιμᾶσαι ξένο͜ιαστα Πελοπν. (Πάτρ.) Ὅπο͜ιος γυρεύει δανεικά, γυρεύει φαρμάκιˬα αὐτόθ. Τὸ δανεικὸ σκλαβώνει τὸν ἄνθρωπο αὐτόθ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ἂν θέ ᾿νὰ πάρῃς δανεικά, μὴν πᾶς νὰ πῇς πεινάω (μὴν κάνῃς ἐμφανῆ τὴν ἔνδειάν σου, ἂν πρόκειται νὰ ζητήσῃς δανεικὰ) Ἰόνιοι Νῆσ. Ποὺ χτίζει μὲ τὰ δανεικά, | σὲ ξένο σπίτιν κατοικᾷ (δὲν σοῦ ἀνήκει πραγματικὰ ὅ,τι δημιούργησες βασιζόμενος εἰς ξένας δυνάμεις) Ἀμοργ. Δανεικὸν πῆ τρώει, ἀς σὴν τσέπεν ἀτ᾿ τρώει (ὅποιος ξοδεύει δανεικά, ἀπατᾶται, ἂν νομίζει ὅτι ξοδεύει ξένα χρήματα) Ἀντρεάντ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Νιρὸ μὶ τ᾿ χούφτα κὶ γ᾿ναῖκα δα᾿κιˬὰ δὲ χουρταίν᾿ντι (ὅτι πᾶν ἀγαθὸν προερχόμενον ἐκ δανείου δὲν παρέχει ἀπόλαυσιν) Μακεδ. (Χαλάστρ.) || ᾎσμ. Παίρνω τὰ δάκρυα δανεικά, τὰ μοιρολόγιˬα ξένα Πελοπν. (Παιδεμέν.) 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. συνήθως κατὰ πληθ., τὸ χρηματικὸν δάνειον καὶ γενικῶς τὸ ἐπὶ δανεισμῷ παρεχόμενον κοιν. καὶ Καππ. (Μισθ. Φλογ.) Πόντ (Ἰνέπ. κ.ἀ.): Νὰ μοῦ πληρώσῃς τὰ δανεικά. Ζεῖ μὲ δανεικὰ κοιν. Ἐσήκωσε δανεικὰ νὰ κάμῃ τὴ δουλε͜ιά του Πελοπν. (Κορινθ.) Πῆρεν ᾿ανεικὰ Φλογ. Ἀνεικὰ ἀπ᾿ τοὺ τίτ᾿να (δανεικὰ ἀπὸ κάποιον) Μισθ. || Φρ. Πάει νὰ βγάλῃ τὰ δανεικὰ (προσπαθεῖ νὰ ἀνταποδώσῃ ὅ,τι τοῦ ἔκαμαν) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἂς μοῦ κρατήσῃ τὰ δανεικά του (ἀδιαφορῶ διὰ τὴν ὀργὴν του) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κάμνομε τὰ δανεικὰ (ἀλληλοβοηθούμεθα) Ἰων. (Σμύρν.) Τὸ δνεικὸ νὰ γελᾷ (ὅτι τὸ χορηγούμενον δάνειον δὲν πρέπει νὰ εἶναι γλίσχρον) Ἰνέπ. Δανεικὸ παίρνει ὀπίσω (παντρεύεται ἀπὸ ἄλλο χωριὸ) Κρήτ. (Ρέθυμν.) || Παροιμ. Τοὺ δανεικὸν γιλᾷ κὶ πάει, ἀμ᾿ κλαίει κ᾿ ἔρχεται (ὁ λαμβάνων δάνειον χαίρει, κατὰ τὴν ἀπόδοσίν του ὅμως λυπεῖται) Λυκ. (Λιβύσσ.) Δανεικά ᾿ν᾿ τοῦ γείτονα καὶ κάκιˬα μὴν τοῦ πιˬάνῃς (ὀφείλει τις νὰ ἐκπληρώνῃ τὰς πρὸς τοὺς ἄλλους ὑποχρεώσεις του ἄνευ δυσφορίας) Ι. Βενιζέλ. Παροιμ.2, 303, 263. Ἡ συμ τῆς παροιμ. ἤδη εἰς Ἡσιόδ., Ἔργ. 349 «εὖ μὲν μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος, εὖ δ᾿ ἀποδοῦναι». Τὰ δανεικὰ πλερών-νονdαι τσ᾿ ἡ χάρη τους ᾿πομένει (εἰς τὸν δανειζόμενον παραμένει ἡ ὑποχρέωσις πρὸς τὸν δανείσαντα καὶ μετὰ τὴν ἐξόφλησιν τῆς ὀφειλῆς) Ρόδ. (Ἀφάντ.) Τὸ δανεικὸ δανείζεται, ἡ χάρη τ᾿ ἀπομίσκει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) 3) Τὸ ἀρσ. ὡς οὐσ. ἐργάτης παρέχων ἀγροτικὴν ἐργασίαν ἐπὶ ἀνταποδόσει Κρήτ. (Ἀνατολ.) Πάρ. (Νάουσ.) Χίος (Μεστ. Πυργ. κ.ἀ.): Ὁ δανεικός μου ᾿ὲν ἦρτε Μεστ. Ἔλα ᾿ὰ μοῦ κάμῃς ᾿να-δυˬὸ δανεικούς, ᾿ὰ ᾿ποθερίσωμε Ἀνατολ. Γιˬὰ νὰ μὴ bολεμῶ μόνος μου καὶ ξεbιζερίζω, παίρνομε δανεικοὺς ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (bολεμῶ = πολεμῶ, ἀγωνίζομαι, ξεbιζερίζω = ἐξαντλοῦμαι) Νάουσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/