δαυλιˬάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλιˬάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαυλιˬάρης ἐπίθ. ἐνιαχ. δαυλιˬάρ᾿ς Στερελλ. (Γραν.͵ Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ιˬάρης.

Σημασιολογία

Δυστυχής, δύσμοιρος ἔνθ᾿ ἀν.: Τί νὰ σ᾿ κάμ᾿ οὑ δαυλιˬάρ᾿ς, ἔ᾿ τρία πιδιˬά! Γραν. Πουπούι, τί τοὺν ηὗρι τοὺ δαυλιˬάρ᾿! αὐτόθ. Τί ἔ᾿ πάθ᾿ οὑ δαυλιˬάρ᾿ς οὑ Κώστας μ᾿ ἰκεῖνου τοὺ πιδί! Εὐρυταν. Συνών. δαυλοκαμένος, καηˬμένος, μαῦρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/