δαυλοστάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλοστάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαυλοστάτης ὁ, Ἤπ. (Μέγα Περιστ. κ.ἀ.) Ν. Ἑστ. 18 (1935), 847 δαυλοστάθης Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -στάτης. Πβ. ἀνεμοστάτης, λαγυνοστάτης, λυχνοστάτης, σταμνοστάτης, φανοστάτης).
Σημασιολογία
Σιδηρᾶ ράβδος τιθεμένη εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἑστίας, ἐπὶ τῆς ὁποίας τοποθετοῦνται τὰ πρὸς καῦσιν ξύλα, οἱ δαυλοί, ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ λίγα σιδεροσύνεργα, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, π.χ. πυροστιˬές, τσιμπίδες… δαυλοστάτες Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA