δαχτυλάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαχτυλάρα ἡ, σύνηθ. δαχτυάρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – άρα.
Σημασιολογία
Ὁ δάκτυλος ποδὸς ἢ χειρὸς ὁ μεγαλύτερος τοῦ συνήθους ἔνθ. ἀν.: Ἔχει κἄτι δαχτυλάρες, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ βρῇ γάντιˬα γιὰ τὰ χέριˬα του σύνηθ. Ποῦ νὰ χωρέσῃ τὸ πόδι του σὲ παπούτσι μὲ τὶς δαχτυλάρες πού ᾿χει! Ἀθῆν. Τὸν ἔπιˬασε μὲ τὶ ᾿δαχτυλάρε᾿ του ἀπὸ τ᾿ ἀφτὶ καὶ τοῦ τό ᾿καμε κόκκινο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μὰ εἶdα δαχτυλίδ᾿ ἐδὰ θὰ βρεθῇ νὰ κάνῃ ᾿ς τσὶ δαχτυάρες του! Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA