ἁγιότη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιότη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἁγιότη ἡ, Κρήτ. ἁγιˬότη Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἁγιότης.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἰδιότης τοῦ ἁγίου, ἡ ἁγιωσύνη, μόνον ὡς τίτλος τῶν ἱερωμένων Κρήτ.:Τί κάνει ἡ ἁγιότη σου; Συνών. ἁγιωσύνη. 2)Ἡ πρὸς τὰ θεῖα ἀφοσίωσις καὶ εὐλάβεια διὰ πράξεων θρησκευτικῶν ἐκδηλουμένη Σίφν.:Φρ. Ἤπεσε ᾿ς τὴν ἁγιˬότη (ἀφωσιώθη εἰς τὴν θρησκευτικὴν λατρείαν). Ἤκανε ἁγιˬότες (ἐτράπη εἰς τὰ θεῖα ἐξαιτούμενος βοήθειαν) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/