ἀγιˬοῦτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬοῦτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγιˬοῦτο τό, Ἀθῆν. Ζάκ. Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κῶς Μῆλ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Μαντίν. Μεσσ. κ.ἀ.) Σίφν. κ.ἀ. ἀγιˬοῦτου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ᾿γιˬοῦτο Μύκ.
Ετυμολογία
Ἰταλ. aiuto=βοήθεια, συνδρομή.
Σημασιολογία
1)Βοήθεια, ἐνίσχυσις Ἀθῆν. Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μεσσ. κ.ἀ.) Σίφν. κ.ἀ.:Ἐγὼ δὲν ἔχω κἀνέν᾿ ἀγιˬοῦτο ἀπὸ κἀνένανε Κέρκ. Δῶκε ἀγιˬοῦτο ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴ μερεˬὰ γιˬὰ νὰ τὸ σηκώσουμε αὐτόθ. Ἔλα νὰ μοῦ δώκῃς ἕνα ἀγιˬοῦτο Καλάβρυτ. Τοῦ κάνω ἀγιˬοῦτο (τὸν βοηθῶ) Ἀθῆν. 2)Θάρρος Ζάκ. Κῶς Μῆλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ.:Δῶσε τῆς καρδιˬᾶς σου ἀγιˬοῦτο (ἔχε θάρρος) Λακων. Μῆλ. Δῶσ᾿ του ἀγιˬοῦτο (παραθάρρυνέ τον) Κῶς Ἀγιοῦτο! (ἐπιφώνησις παραθαρρυντικὴ) Ζάκ. Κῶς Μάν. κ.ἀ. Ἀγιˬοῦτο, μωρὲ παιδιˬά, ἀγιˬˬοῦτο! (παρακέλευσις πρὸς ἔντασιν τῶν σωματικῶν δυνάμεων ἐν τῇ ἐκτελέσει κοινῆς ἐργασίας) Καλάβρυτ. Συνών. κουράγιˬο. β)Παιδιά, ἐν ᾗ οἱ ἀποτελοῦντες τὴν μίαν ὁμάδα τῶν παικτῶν ἀπομακρυνόμενοι ἐκ τοῦ μέρους τῆς διαμονῆς των φωνάζουν πρὸς τοὺς τῆς ἀντιπάλου ὁμάδος «ἀγιˬοῦτο!», οὗτοι δὲ ἐφ᾿ ἑνὸς ποδὸς καταδιώκουν αὐτοὺς καὶ ὅποιον κατορθώσουν νὰ κτυπήσουν συλλαμβάνουν ὡς αἰχμάλωτον Ἰων. (Σμύρν.) γ)Ἔφοδος Πελοπν. (Μαντίν.):Βαροῦν τ᾿ ἄλογα δυνατὰ καὶ κάνουν ἕν᾿ ἀγιˬοῦτο καὶ περνᾶνε. δ)Ἔπαρσις, οἴησις Κῶς:Ἔχει ἀγιˬοῦτο. Συνών. φρ. ἔχει ἀέρα. 3)Ἄνεσις, ἀνακούφισις Μῆλ. Μύκ. κ.ἀ.:Τὸ φλεοτόμ᾿σμα δίν᾿ γιˬοῦτο (τὸ φλεβοτόμισμα ἀνακουφίζει, ἐνν. τὸν ἀσθενῆ) Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA