ἁγιˬοχέρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοχέρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬοχέρι τό, Προπ. (Κύζ.) ἁγιˬόχερο Προπ. (Κύζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. χέρι. Περὶ τοῦ μεταπεπλασμένου τύπ. ἁγιˬόχερο ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170-173 καὶ 179 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ἁγία χείρ, ἐπὶ τῶν ἁγίων συνήθως, κατ᾿ ἐπέκτ. δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου:Νὰ μᾶς βοηθήσῃ τ᾿ ἁγιˬοχέρι ἢ τ᾿ ἁγιˬόχερο τῆς Παναγιˬᾶς! (εὐχὴ) Μᾶς βοήθησε μὲ τ᾿ ἁγιˬόχερό του! (μᾶς ἔδωσεν ἐλεημοσύνην). Εἶν᾿ ἁγιˬόχερο τὸ χέρι του, ὅ,τι ἀgίξῃ πάει καλὰ (δηλ. αἴσιον). || Φρ. Ἔβαλε πάλι τ᾿ ἁγιˬόχερό του! (εἰρων. ἐπὶ τοῦ κλέψαντος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/